Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012


*Θα με θυμάσαι, σαν το κορίτσι με τα χρώματα,
όσα υπήρχαν, πάνω μου κάθε μέρα, φορούσα,
ένα μονάχα κρυμμένο, στης ψυχής τα στρώματα,
το βλεπες μόνο, όταν στα μάτια σου, κοιτούσα.

Ήταν βαμμένη η καρδιά, μ αυτό κοιμόταν,
μ αυτό ξυπνούσε, πάνω της τυλιγμένο,
ο νους σου το ξερε κι όλο αναρωτιόταν,
πόσους χειμώνες,  το σερνει, κολλημένο.

Είναι πολλοί, πάρα πολλοί να τους μετρήσω,
είναι σκληροί, πολύ σκληροί και δεν γελούν,
είναι στρατιώτες και μόνη? πώς να τους νικήσω?
είναι εφιάλτες,  που στον ύπνο μου, μιλούν.

Μα μην φοβάσαι, ποτέ άλλους δεν πειράζουν,
μονάχα, ζουν μες του κορμιού, την συννεφιά,
μονάχα ουρλιάζουν κι έπειτα πάλι με θαυμάζουν,
γιατί για χρόνια, η μόνη τους είμαι  συντροφιά.

Θα με θυμάσαι, σαν το κορίτσι με τα χρώματα,
σαν αεράκι, που δρόσιζε συχνά, τα όνειρα σου,
σαν λουλουδιών, μοναδικά,  σπάνια  αρώματα,
σαν έναν ήχο, της τρυφερής πάντα καρδιά σου.

Ounkas
03/06/2012

Σαν άγριο θηρίο που βρυχάται και ουρλιάζει,
μοιάζει η ψυχή στη φυλακή της, κλειδωμένη,
χτυπά με δύναμη, πάνω στους τοίχους, σπάζει
τα τσακισμένα της φτερά, κρατά και τρέμει.

Αετός αν ήταν και λαβωμένος θα πετούσε,
και θα κρυβόταν,  στην πιο ψηλή κορφή,
κι αν πέθαινε,  αν απ τα βέλη,  ξεψυχούσε,
την άψυχη δεν θα 'βλεπε, κανείς  μορφή.

Ποτάμι αν ήταν, με δυο στάλες θα κυλούσε,
θα δρόσιζε ως το τέλος, εκείνους που διψούν,
κι αν ένιωθε πως στέρευε, μόνο του θα γυρνούσε,
και θα 'πεφτε στη θάλασσα, τα δάκρυα να χαθούν.

Αστέρι αν ήταν, στη συννεφιά θα χόρευε,
θα πάλευε τη λάμψη του, λιγάκι να κρατήσει,
για όσους τρέμουν τις σκιές, θα ξόδευε,
το τελευταίο φως του, το σκοτάδι να νικήσει.

Βοριάς αν ήταν, νωρίς απ την αυγή θα έτρεχε,
θα δρόσιζε, όσες ψυχές στις φλόγες ζούσαν,
τον ουρανό τους, γκρίζο θα έβαφε, θα έβρεχε,
όσα φύλλα ξερά, οι φωτιές θα κυνηγούσαν.

Ounkas
01/ 06/ 2012