Κι
εκεί που η νύχτα, σ 'αγκαλιά με έχει αφήσει,
και
τα μάτια είχαν κλείσει, έπεσα από ψηλά,
σε
μια άβυσσο βρέθηκα, που την είχαν στολίσει,
ξωτικά
και εφιάλτες, τοίχους και τα σκαλιά.
Όσο
και να προσπάθησα δεν μπορούσα να ανέβω,
κάτω,
κάτι με τράβαγε, ήθελε να μην φύγω,
δυό
τρία βήματα έκανα, τα διπλά να κατέβω,
μ
έκανε και χανόμουν, μες το χάος για λίγο.
Να
μιλήσει ζητούσα, για να μάθω τί θέλει,
να
μου πει τί γυρεύει, να δώσω ότι χρωστάω,
όχι
για την ζωή μου, για αυτήν δε με μέλει,
να
γυρίσω για εκείνον, μια στιγμή της ζητάω.
Να
αφήσω τις λέξεις, στην καρδιά του επάνω,
κι
όσα έχω λεπτά, στη γαλήνη του μέσα, να ζήσω,
μόνο
εκεί να βρεθώ, δε θέλω άλλο να κάνω,
ότι
ήταν το ένιωσα κι άλλο δε θα ζητήσω.
Μα
η άβυσσο απότομα, με μανία κυκλώνει,
το
μικρό μου κορμί, στο σκοτάδι το στέλνει,
δε
με νοιάζει που χάνομαι, ούτε που με πληγώνει,
και
τις δυό λέξεις που ήθελα, ψιθυρίζω στα χείλη.
Ounkas
15/06/2013