Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Κι εκεί που η νύχτα, σ 'αγκαλιά με έχει αφήσει,
και τα μάτια είχαν κλείσει, έπεσα από ψηλά,
σε μια άβυσσο βρέθηκα, που την είχαν στολίσει,
ξωτικά και εφιάλτες, τοίχους και τα σκαλιά.

Όσο και να προσπάθησα δεν μπορούσα να ανέβω,
κάτω, κάτι με τράβαγε, ήθελε να μην φύγω,
δυό τρία βήματα έκανα, τα διπλά να κατέβω,
μ έκανε και χανόμουν, μες το χάος για λίγο.

Να μιλήσει ζητούσα, για να μάθω τί θέλει,
να μου πει τί γυρεύει, να δώσω ότι χρωστάω,
όχι για την ζωή μου, για αυτήν δε με μέλει,
να γυρίσω για εκείνον, μια στιγμή της ζητάω.

Να αφήσω τις λέξεις, στην καρδιά του επάνω,
κι όσα έχω λεπτά, στη γαλήνη του μέσα, να ζήσω,
μόνο εκεί να βρεθώ, δε θέλω άλλο να κάνω,
ότι ήταν το ένιωσα κι άλλο δε θα ζητήσω.

Μα η άβυσσο απότομα, με μανία κυκλώνει,
το μικρό μου κορμί, στο σκοτάδι το στέλνει,
δε με νοιάζει που χάνομαι, ούτε που με πληγώνει,
και τις δυό λέξεις που ήθελα, ψιθυρίζω στα χείλη.

Ounkas
15/06/2013


Αγριεύει ο καιρός και το σώμα μου ανατριχιάζει,
ξέρω τί είναι ικανός, με θυμό ο αέρας να κάνει,
μη κοιτάς τη γαλήνη, ήσυχη πόσο φαντάζει,
χρειάζεται μια στιγμή, μόνο μια κι απόψε της φτάνει.

Περπατώ και φωνάζω, σε όλους να φύγουν,
παραθύρια και πόρτες, καλά να σφαλίσουν,
περιμένω δυό σύννεφα, να δω λίγο να σμίγουν,
μόλις γίνει το ξέρω, ήρθαν να μου μιλήσουν.

Μα ο θυμός τους μεγάλος, που τα όπλα ετοιμάζω,
τέτοιες μάχες αργούν, μα έρχονται να σκοτώσουν,
από πριν όσα άφησαν, μα ποτέ δεν διστάζω,
με ότι έχω παλεύω, μα ήρθαν να το τελειώσουν.

Ounkas

14/06/2013
Ξημέρωσε πάλι, με ποιόν να μαλώσω δεν ξέρω,
λίγο πριν φέξει, σταμάτησα στο χθες να μιλάω,
σε μια νέα μέρα, δεν ήθελα ξανά να με φέρω,
μα ακόμα είμαι εδώ, χωρίς να μπορώ να γελάω.

Τη νύχτα που όλοι ησυχάζουν, εγώ ανασαίνω,
με λίγο αέρα, που δεν φτάνει ως το πρωί,
με σκέψεις που άφησες, τη θλίψη ζεσταίνω,
οι φλέβες παγώνουν, χωρίς την δική σου πνοή.

Ο νους μου διαβάζει, όσα όμορφα έχει ακούσει,
και ίχνη αλμύρας, πάνω στο στρώμα μυρίζω,
τα μάτια μου κλείνω, η θάλασσα απόψε να λούσει,
με ότι αγαπώ, το πρόσωπο που δεν το αγγίζω.

Κι εκεί που λιγάκι η κραυγή, γίνεται χάδι,
αυτές οι φωνές δεν μιλούν, λες παραδομένες,
το σώμα σε απύθμενο, σε σκοτεινό πέφτει πηγάδι,
να βρει να πιαστεί σε στεριές απομακρυσμένες.

Ακτές που το μάτι, ούτε καν δε μπορεί να διακρίνει,
σανίδες και χώμα, που μόλις της πιάσεις, σαπίζουν,
το χθες μου κοιτάζω, απορώ πόσο έχει μικρύνει,
το αύριο βλέπω τα κύματα, να το πλημμυρίζουν.

Ounkas

10/06/2013
Ήρθε μια μέρα, που το φεγγάρι κατέβηκε τόσο,
σχεδόν σαν να 'θελε, απαλά να με αγγίξει,
σε μια στιγμή, σκέφτηκα κάτι να του δώσω,
μα είχα μόνο την καρδιά, του 'πα να τη κρατήσει.

Και ένα πρωί, για πρώτη φορά μια αχτίδα,
τυλίχτηκε γύρω απ το σώμα, σαν σεντόνι,
την χάιδεψα κι έπειτα, να τρέχει την είδα,
ψηλά και το φως της, μ αγάπη να απλώνει.

Πριν να νυχτώσει, ένα άστρο σαν άνεμος πέρασε,
κι εγώ του 'δωσα, κλειδί του ονείρου να φυλάξει,
μια στάλα από φως, φεύγοντας τη ψυχή μου κέρασε,
και το 'δα να στέκει ακίνητο, πριν πάλι πετάξει.

Και σύννεφο από μακριά, ήρθε και με ακούμπησε,
πάνω του κρέμασα, μικρό φυλαχτό να προσέχει,
πολύ σιγανά άκουσα, σαν να τραγουδούσε,
και είδα όσο ανεβαίνανε, άλλο χρώμα να έχει.

Και μια σταγόνα, στον ώμο μου ήρθε και στάθηκε,
και άλλο δεν είχα, μονάχα ψυχή να της δώσω,
σαν δάκρυ που τρέχει, την ένιωσα πόσο ζεστάθηκε,
ήξερα χάθηκα, μα ήθελα τη ψυχή να την σώσω.

Ounkas

07/06/2013
Βαδίζω αθόρυβα, σε ένα δρόμο σκοτεινό,
μια λάμψη βλέπω, μα γρήγορα αυτή σβήνει,
και συνεχίζω, τα πόδια μάτωσαν, πονώ,
μα η καρδιά, να σταματήσω δεν μ αφήνει.

Άραγε ξέρει, κάτι από μένα παραπάνω?
και αν γνωρίζει, γιατί δε το 'χει φανερώσει?
δεν θέλω άλλα, βήματα πάλι να κάνω,
όποτε στάθηκα, όλα με έχουν πληγώσει.

Μα εκείνη θέλει, να φτάσω ως το τέλος,
μια διαδρομή που έχει σκιές κι όλο φωνάζουν,
όσο σιγά κι αν προχωρώ, μπρος μου, έλος,
με παρασύρει και τα πόδια μου βουλιάζουν.

Να βγω από εκεί, δύσκολο είναι μα παλεύω,
δε θέλω κάποιος, να χαθεί όμως μαζί μου,
από το άσχημο μακριά, κρατώ ότι λατρεύω,
μα ο χειμώνας ξεχειλίζει απ τη ψυχή μου.

Ounkas
06/06/2013


*
Θέλησα ν ακολουθήσω της καρδιάς την ορμή,
το τικ τακ του χρόνου, που γρήγορα τρέχει,
σημασία δεν έδωσα, στην μορφή, στο κορμί,
μόνο σ' όσα αισθάνεται, η ψυχή όταν βρέχει.

Ο χειμώνας δεν τρόμαξε με το πάγο το βλέμμα,
έμεινε ζωντανό, να κοιτά την γαλήνη,
πέρα απ όσα προσπάθησαν να κρυφτούν σ ένα ψέμα,
πέρα απ όσα αόρατα, το είναι δάκρυα πίνει.

Και γιαυτό δεν αγάπησα, μόνο όσο αγαπάει,
μία άλλη ψυχή, που έχει όρια και μέτρο,
άφησα από μέσα μου, όπου φτάνει να πάει,
στου ουρανού το αστέρι, στο πανύψηλο δέντρο.

Όση λύπη κι αν τώρα, στη ψυχή κατοικεί,
μέσα της είναι εκείνα, που ποτέ δεν θα σβήσουν,
λίγο ακόμα αν άντεχες, θα έμενε πάντα εκεί,
μα δεν φτάνουν δυό χείλη, για τους δυό να μιλήσουν.

Ounkas

03/06/2013
Και είπα στις ρίζες μου, να μην απλωθούν,
να μην ησυχάσουν, που υπήρχε η βροχή,
κάθε νύχτα τους έλεγα, λίγο να κοιμηθούν,
και στον ύπνο τους λόγια να λένε σαν προσευχή.

Γιατί ήξερα μέρα, θα έρθει τόσο σκληρή,
χωρίς στάλα νερό, μόνο ο ήλιος θα καίει,
μα εκείνες δεν άκουγαν, τώρα η γη πιο ξερή,
δεν υπήρξε ποτέ, μα η ίδια δεν φταίει.

Στο καράβι μου έλεγα, να προσέχει που πάει,
να μην κλείνει τα μάτια, να κοιτάζει μπροστά,
ποτέ η θάλασσα ήρεμη, συνεχώς δεν κυλάει,
κι όσα βλέπει δεν είναι, πάντοτε τα σωστά.

Γιατί ήξερα μέρα, θα έρθει που θα διαλύσει,
τα κατάρτια, την πλώρη, τις σανίδες, το πλοίο,
με θυμό ένα κύμα, πάνω του θα κυλήσει,
κι όσα δεν τα βυθίσει, θα τα αφήσει στο κρύο.

Στον αετό μου δεν έβρισκα, λόγια να εξηγήσω,
πως ψηλά σαν πετά, το δρόμο ίσως να χάσει,
λίγες μόνο στιγμές, είχα για να μιλήσω,
κι έπειτα μες τα σύννεφα, γρήγορα είχε φτάσει.

Γιατί ήξερα μέρα, θα έρθει που θα αντικρύσω,
μόνη μια ανατολή, γιατί εκείνος θα λείπει,
και πως τότε ανάσα μου, την ζωή να νικήσω?
όταν η λίγη μου χαρά, θα έχει γίνει λύπη?

Ounkas

02/06/2013
Έκλεισα πίσω μου, την πόρτα σιγανά,
βάδισα μες το σπίτι κι άφησα απ τα χέρια,
όσα είχα προλάβει, να σώσω τα στερνά,
του καραβιού μου, λίγα απομεινάρια αστέρια.

Άστρα που έφεγγαν, μα δεν βλέπαν πολλοί,
μα αυτό το φως τους, εμένα με οδηγούσε,
καιροί παράξενοι, τόσο αλλόκοτοι, θολοί,
κι ο χρόνος πάντοτε, στιγμές μου κυνηγούσε.

Μες τις παλάμες μου, κομμάτια καρφωμένα,
που με ματώνουν, αλλά δεν με πονούν,
σίδερα εδώ και εκεί, γύρω μου, πεταμένα,
που όμως κάτι άλλο, σύντομα θα γινούν.

Όνειρο που έβγαλε, νύχια να πολεμήσει,
δεν είχε ύλη, μα ήξερε να διεκδικεί,
πριν το κατάρτι μου, πέσει και το λυγίσει,
θα πάλευε για όσα και όποιον το αδικεί.

Κι όμως μακριά, δεν έτρεξε να γλυτώσει,
έμεινε εκεί, χωρίς να τρέμει, να φοβάται,
ποιός το περίμενε, πως σαν ο πόλεμος τελειώσει,
και εγώ κι αυτό, κάτι απ τη μάχη, θα θυμάται.

Ounkas

30/05/2013
Κάποτε είδε ένα φως, ζεστό, οικείο,
το ακολούθησα να δω που με πηγαίνει,
ένιωθα έφευγα, απ τη βροχή, το κρύο,
τη λύπη μου έκανε, λιγάκι να μικραίνει.

Μαζί περάσαμε, μια θάλασσα που ακόμα,
και πάντοτε, θα την κρατάω φυλαχτό,
ήταν γαλήνια, σαν ένα ήρεμο σώμα,
και με τα κύματα της, έπαιζα κρυφτό.

Πήγαμε και στον ουρανό ψηλά, να δούμε,
πώς φαίνεται πάνω από εκεί, όλη η γη,
μείναμε ώρες, τους αγγέλους να ακούμε,
πίσω γυρίσαμε, καθώς χάραζε η αυγή.

Βαδίζαμε, σ ένα σοκάκι όλο λουλούδια,
τα καλά του είχε βάλει, για τους δυό μας,
ψιθύριζα, τ αγαπημένα μας τραγούδια,
και ζούσα κάθε στιγμή, το όνειρο μας.

Έτσι όπως ήρθε αυτό το φως, έτσι εχάθει,
τόσο παράξενα και ξαφνικά, να μην προλάβω
χωρίς αυτό η καρδιά να ζει, να μάθει,
και γιατί έμενα άγγιξε, να καταλάβω...

Ounkas
27/05/2013


Κι είπα στο σύννεφο, να κάνει μία στάση,
να ανέβω εκεί, βόλτα μαζί του να με πάρει,
σε κάθε άκρη του ουρανού, σ' όλη τη πλάση,
αν θα μπορούσε, να μου κάνει αυτή τη χάρη.

Κι εκείνο ζύγωσε και ταξιδέψαμε μαζί,
κι όλο κοιτούσα γύρω μου, χαμογελούσα,
όσα απ το έδαφος, μοιάζαν τόσο θολά,
τώρα είχαν έρθει δίπλα μου και τους μιλούσα.

Είδα τα δέντρα, που δεν βλέπεις τις κορφές,
είδα γεράκια και αετούς, με χαιρετούσαν,
γνώρισα αέρινες, πολλές περίεργες μορφές,
που μόνο σε όνειρα, συνήθως συναντούσα.

Το ουράνιο τόξο, που απ τη γη, δεν το κοιτώ,
τώρα χορεύει και τα χρώματα του αλλάζουν,
παίζει μαζί μας, ώρες πολλές κυνηγητό,
καράβια μοιάζουν, ποτέ που δεν βουλιάζουν.

Πριν πέσει η νύχτα, το σύννεφο μου χαμηλά,
με αργές κινήσεις, κατεβαίνει να με αφήσει,
ξέρω πως πάντοτε, θα με κοιτά, θα με φυλά,
κι αν δει να χάνομαι, κοντά μου θα γυρίσει.

Ounkas

23/05/2013
Πόσο μοιάζω μ αυτές, τις γρίλιες τις φθαρμένες,
με τα παράθυρα, που έχουν χρόνια να ανοίξουν,
άχρωμες φλούδες, κρέμονται ξεθωριασμένες,
που για πολύ, δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν.

Σαν το δρομάκι, που οδηγεί σ αυτό το σπίτι,
κάποτε βότσαλα και πέτρες που γυάλιζαν
είχε, μα τώρα ένα μικρό, γκρίζο σπουργίτι,
παραπατά μες τα κενά, που άλλοτε κάποιοι χτίζαν.

Πόσο μοιάζω με εκείνη, την πόρτα που τρίζει,
μ' όλη τη σκόνη, που πάνω της έχει απλωθεί,
να κλείσει δεν γίνεται και η βροχή πλημμυρίζει,
τις σκάλες που τώρα, η αίγλη τους έχει χαθεί.

Όπως τα δέντρα του κήπου, κορμοί μες το χρόνο,
δεν έχουν λυγίσει, μα φύλλα δεν έχουν, νεκρώσαν,
έτσι γυρνώ στην αυλή, κι από φύλλο πιο μόνο,
λες και ένα όνειρο ήμουν, που κάποιοι προδώσαν.

Ounkas

22/05/2013
Κοιτάζω, όσο μακριά τα μάτια φτάνουν,
πετώ και πάνω, από 'κεινά τα βουνά,
τα λόγια, εικόνες στο νου πάλι θα κάνουν,
για να γεμίσουν, της ζωής μου τα κενά.

Πάντα τ αφήνω μακριά από εδώ να πάνε,
εκεί έχει φως, που εδώ κανείς δεν ξέρει,
έχει λουλούδια που οι καρδιές φοράνε,
όνειρα έχει, που δεν υπάρχουν σ άλλα μέρη.

Φυσά αγέρας που δεν καίει, δροσερός,
κι αν κάποιο δάκρυ στάξει, το στεγνώνει,
είναι ο ήχος της φωνής, πιο ζωηρός,
δεν έχει άμμο, το βλέμμα να θολώνει.

Σαν άγγελοι, λευκά πουλιά πετούν,
τόσο αργά, όπως η ίδια η γαλήνη,
ακούς φωνές, τα πάντα να ρωτούν,
και τ όνειρο, ότι του πεις σου δίνει.

Ounkas

20/05/2013
Μια λέξη μόνο, μα μοιάζει θυμωμένο νερό,
εικόνα αν ήταν, θα ήταν άγρια φωτιά,
δεν θα την πεις, μέσα της όλη εγώ χωρώ,
μα όταν την νιώθεις, βγαίνει μες τα μάτια.

Θα ήταν βράχος, σε ένα απόμερο τοπίο,
φλόγα που πέφτει, τον ουρανό να σκίζει,
ερειπωμένο απ τη ζωή, κρυφό μαντείο,
ένα δρεπάνι, που όποιο στάχυ βρει, θερίζει.

Δίσκος παλαιός, που ο χρόνος σκέπασε με σκόνη,
πόλη που οι άνθρωποι, άφησαν πίσω, ξεχασμένη,
ρίζα ενός δέντρου, που έξω απ το χώμα λιώνει,
μορφή που χάθηκε, σέρνει το σώμα υπνωτισμένη.

Σκοτάδι που άπλωσε, στον ήλιο τα φτερά του,
αυτή η λέξη, ότι αγγίζει, το ματώνει,
κραυγή του κόσμου, που λαλεί την συμφορά του,
δρόμος που είδε, το κορμί του να τελειώνει.

Γράμματα επτά κι όμως παντού τρυπώνει,
ιστός που έπλεξε, πριν χρόνια την παγίδα,
πάντα αόρατος, μα ότι νιώσει το σκοτώνει,
σπασμένη γέρνω, απ τα κύματα, πυξίδα.

Ounkas
17/05/2013


Παλιά τις μετρούσα, κάθε μέρα για να δω,
πόσο γρήγορα μπορεί, η ψυχή να επουλωθεί,
χαραγματιές που άντεχαν, σαν πέτρες στο νερό,
κι ας πάλευε η καρδιά, φροντίδα να απλώνει.

Μα όσο οι μήνες πέρναγαν, είδα πως δεν γινόταν,
σε λίγες ώρες μοναχά, έστω λίγες να κλείσω,
το μέτρημα σταμάτησα, η ζωή όμως λυπόταν,
κι η λύπη άγγιζε το νου, τα μάτια να δακρύσουν.

Έπαψα να ζητάω πια, στα λόγια να ησυχάσουν,
είναι νοτιάς, είναι βοριάς, άλλο δε με ενδιαφέρει,
αν οι πληγές το σώμα μου, τρυπούν να το γεράσουν,
αν ο παλμός της θάλασσας, καράβι θα μου φέρει.

Παλεύω όποτε μπορώ κι όταν πονώ, σωπαίνω,
και του χείμαρρου την ορμή, από μακριά κοιτάζω,
πάνω σε βράχο κατοικώ, για να τον περιμένω,
ν αποτελειώσει την πνοή, μα φεύγει και στενάζω.

Ακόμα λίγο 'κράτησε', σαν να μου λέει το κύμα,
'και την επόμενη φορά, θα σε πάρω μαζί μου΄,
κι έρχεται εκείνη η φορά, εδώ μένω, τί κρίμα!,
'ως την επόμενη φορά, υπομονή ψυχή μου'.

Ounkas

16/05/2013
Τσαλακωμένο ένα χαρτί, στο δρόμο πεταμένο,
κυλούσε πότε αριστερά, πότε δεξιά, χανόταν,
έμοιαζε τόσο αδύναμο, και τόσο ξεχασμένο,
ο άνεμος το έσερνε και ποιός θα το θυμόταν?

Κουλουριασμένο ένα παιδί και τρομαγμένο βλέπει,
πως η βροχή δεν σταματά, κανείς δε το βοηθάει,
τα μάτια του στον ουρανό, στραμμένα πάντα έχει,
λες και εκεί μόνο θα βρει, τη λύση που ζητάει.

Τείχος που τον σχεδίασαν, μα ξέχασαν το χρώμα,
κάποιο διαβάτη καρτερά, λίγο να τον προσέξει,
κανείς το βλέμμα δε γυρνά, όλοι κοιτούν στο χώμα,
στέκει εκεί κι αναζητά, κάτι για να πιστέψει.

Ταινία που την άφησαν, μονάχη της να παίζει,
κι όταν τελειώνει απ την αρχή, πάλι πίσω γυρίζει,
πάλι και πάλι και ξανά, με τις σκηνές της πιέζει,
τους λιγοστούς περαστικούς, κάποιος να 'ρθει ελπίζει.

Σπουργίτι που δεν πέταξε, όταν ήρθε η ώρα,
το αφήσαν έτσι στη φωλιά, κλαίει και όλο τρέμει,
να πέταγα, να έφτανα, να το γιατρέψω τώρα,
να μην λυπάται και πονά, μόνο του να μην μένει.

Ounkas

13/05/2013
Πέτρες και σκόνη, σωρός από ερείπια,
αγρίμια γυρνούν, παντού και ουρλιάζουν.
σάπια σανίδια, σπαρμένα σαν νήπια,
άνθρωποι ξένοι, κοντά δεν πλησιάζουν.

Το βλέμμα ζητά, μια γωνιά να καθίσει,
μακριά από το χώμα, να δει ουρανό,
δεν έχει εδώ τίποτα, η ζωή να ελπίζει,
γεμάτο ότι ήταν, τώρα μοιάζει κενό.

Μια πίκρα κυλά και όλα τα πνίγει,
σωπαίνει η φωνή, παγώνει το σώμα,
κομμάτια από χώμα, η λάσπη τυλίγει,
και ότι προσμένει, δεν ήρθε ακόμα.

Το δάκρυ δε στάζει, του πάγου σταγόνα,
χαράζει το μέσα, βαθιά το πονάει,
στην άβυσσο ψάχνει, να βρει μια κρυψώνα,
μα όσο παλεύει, πιο πίσω το πάει.

Φωτιά και αέρας, οι φλόγες θεριεύουν,
και όσο περνάνε, κανείς δεν ζυγώνει,
τα δέντρα που σπάνε, τη γη τη σμιλεύουν,
και η λάβα τις ρίζες, ευθύς της πετρώνει.

Ounkas

13/05/2013
Πέτρες και σκόνη, σωρός από ερείπια,
αγρίμια γυρνούν, παντού και ουρλιάζουν.
σάπια σανίδια, σπαρμένα σαν νήπια,
άνθρωποι ξένοι, κοντά δεν πλησιάζουν.

Το βλέμμα ζητά, μια γωνιά να καθίσει,
μακριά από το χώμα, να δει ουρανό,
δεν έχει εδώ τίποτα, η ζωή να ελπίζει,
γεμάτο ότι ήταν, τώρα μοιάζει κενό.

Μια πίκρα κυλά και όλα τα πνίγει,
σωπαίνει η φωνή, παγώνει το σώμα,
κομμάτια από χώμα, η λάσπη τυλίγει,
και ότι προσμένει, δεν ήρθε ακόμα.

Το δάκρυ δε στάζει, του πάγου σταγόνα,
χαράζει το μέσα, βαθιά το πονάει,
στην άβυσσο ψάχνει, να βρει μια κρυψώνα,
μα όσο παλεύει, πιο πίσω το πάει.

Φωτιά και αέρας, οι φλόγες θεριεύουν,
και όσο περνάνε, κανείς δεν ζυγώνει,
τα δέντρα που σπάνε, τη γη τη σμιλεύουν,
και η λάβα τις ρίζες, ευθύς της πετρώνει.

Ounkas

13/05/2013
Κανείς απόψε δεν τολμά, ανάστημα να υψώσει,
ο ουρανός είναι βαρύς, κανείς δεν τον σηκώνει,
σήμερα φαίνεται η ψυχή, την ύλη θα προδώσει,
ακόμα και η θάλασσα, με τη σιωπή θυμώνει.

Όσο ο αφρός κι αν προσπαθεί, τη λύπη να βουλιάξει,
όσο η βροχή τα δυνατά της, βάζει για να πνιγεί,
όσο ο άνεμος σφυρά κι όλα θέλει να αλλάξει,
τόσο η μία αναπνοή, με τ όνειρο της σμίγει.

Τα δέντρα έφτασαν στη γη, λύγισαν για να κλείσουν,
τους δρόμους της να μην μπορεί, η λύπη να χωρέσει,
μα όσο τα φύλλα πύκνωναν, τα ξόρκια να της λύσουν,
εκείνη όλο και γλίστραγε, να φύγει να μπορέσει.

Και το φεγγάρι έσκυψε, το φως του να ενώσει,
με αυτό του ήλιου να γινούν, φλόγα τόσο μεγάλη,
στη θλίψη που εδώ περνά, να πέσουν για να λιώσει,
στάχτη να γίνει στη στιγμή, να μην γεννήσει άλλη.

Μα τίποτα δεν την κρατά, δεν στέκεται, δεν σβήνει,
πέρασε λίμνες ποταμούς, βουνά... και συνεχίζει..
απόψε..κάτι θα γενεί.. κάτι που δε μ αφήνει..
να ελπίζω στη φτωχή ψυχή, άλλο δε θα δακρύζει..

Ounkas
12/05/2013


Σε μια σταγόνα μέσα εκεί, τα πάντα έκλεισα,
την αύρα της αγάπης, την αυγή, το βράδυ,
τον ήλιο και την μοναξιά, που τόσο θέλησα,
λίγο σε μια άκρη να σταθεί, πέρα απ το χάδι,

μέσα της έβαλα, ένα χαμόγελο σου να κοιτώ,
μια σου αγκαλιά, μια ανάσα σου να νιώθω,
ότι δεν με άφησε, η ζωή να μοιραστώ,
κι όσα δεν γεύτηκα από ευτυχία και πόθο.

Την φύλαξα, την σφράγισα, κανείς μην την πειράξει,
μην την αγγίξει της κακίας το αγκάθι,
δεν θα την δω άλλη φορά, μη τυχόν σπάσει,
έχει όσα θέλω κι αγαπώ, σωστά ή λάθη.

Κι έτσι άδειο σώμα, τριγυρνώ και αγναντεύω,
στου κόσμου τ άγνωρο, σε μέρη που δεν είδα,
μα όσα δεν είναι εδώ, με εικόνες πια παλεύω,
μ αυτά που η ψυχή ζητά, χωρίς καμιά ελπίδα.

Σε μια σταγόνα μέσα, εκεί το πρόσωπο σου,
με τα δυό χέρια μου κρατώ, χωρίς την ύλη,
ότι είχα εκεί έμεινε, για πάντα είναι δικό σου,
κι όσα ίχνη ακόμα ζουν εδώ, απόψε θα σου στείλει.

Ounkas
09/05/2013


Γέρασε ο χρόνος, ξεθώριασαν τα μάτια του,
το μπλε της θάλασσας, γαλάζιο έχει γίνει,
στην άμμο πέσανε, τα πλούσια παλάτια του,
και ο αγέρας, μόνο θυμό, φέρνει και δίνει.

Κι όσα νερά κυλούσαν, τώρα ακίνητα,
από τον πάγο εγκλωβισμένα δεν σαλεύουν,
τα δέντρα έσπασαν στα δυό, γίναν αδύνατα,
και τ ανθη, τα λουλούδια τους μαζεύουν.

Βράχοι γλιστρούν απ τα βουνά και κομματιάζονται,
το χώμα ανοίγει, της ερήμου, ξεραμένο,
φύλλα στο έδαφος και οι καρποί σωριάζονται,
κι ένα σύννεφο ακουμπά, στη στέγη κουρασμένο.

Γέρασε ο χρόνος, στο στενό, μόνος παραπατά,
φύλλα απλώνονται στη γη, κιτρινισμένα,
σαν το σεντόνι να στρωθούν, κείνος ζητά,
στάλες να στάξουν, σε χείλη διψασμένα.

Μόνο κλαδιά άχρωμα και ξερά, ατενίζουν,
από ψηλά το σώμα του, που λίγο λίγο γέρνει,
τί κι αν θα ήθελε ζωή, τα πάντα να θυμίζουν?
τώρα σιωπή, θλίψη και δάκρυ μόνο σέρνει.

Ounkas

08/05/2013
Μια φωνή μου φωνάζει, γράψε για όσα κοιτάζεις,
όσα γύρω σου υπάρχουν, όσα να 'ρθουν ξεχάσαν,
όλα αυτά που θυμάσαι, που ζητάς, που μοιράζεις,
όσα δεν περιμένουν και νωρίς σε δικάσαν.

Γράψε για τις σταγόνες, τις βροχής που σε καίνει,
για το γέλιο που χάθηκε, για ότι θες κι ανασταίνεις,
για τις μέρες του χθες, που συνέχεια σου λένε,
να στεγνώσεις το δάκρυ και να ζεις να επιμένεις.

Τρέχει όλο πιο γρήγορα, το μελάνι απ τη σκέψη,
ούτε καν να ενωθούν, δεν υπάρχει ο χρόνος,
τις εικόνες με μιας, πριν τις δεις έχει κλέψει,
και την λύπη που κρύβεις, μετατρέπει σε πόνο.

Μα χωρίς τις γραμμές, τις σελίδες το άσπρο,
θα έμοιαζες ουρανός, χωρίς σύννεφα, αστέρια,
αμμουδιά θα 'σουνα, δίχως ούτε ένα κάστρο,
και οι χρόνοι σου άδειοι, από τα καλοκαίρια.

Όσο εσύ συνεχίζεις, τόσο ο ύπνος θα φεύγει,
και η μορφή που γυρεύεις, πιο μακριά θα κοιτά,
κι όλα όσα αγαπάς, το μελάνι ας σμιλεύει,
να διαβάζεις τουλάχιστον, η ψυχή τί ζητά.

Ounkas
07/05/2013


Στα φύλλα των δέντρων, κρυμμένη και μόνη,
μορφή που δεν ξέρω, συνέχεια κινείται,
να είναι σπουργίτι ή κάποιο αηδόνι?
και γιατί δεν πετά, μόνο ήχους μιμείται?

Δεν ξέρω κανέναν, με κανέναν δεν μοιάζουν,
σαν κλάμα μωρού ή λυγμό που δεν σβήνει,
τη λύπη μου απόψε, οι κραυγές δοκιμάζουν,
μ ευτυχία θα αντάλλαζα, αυτή την οδύνη.

Και δεν σταματά, σαν αστέρευτος θρήνος,
όσες ώρες κοιτάζω, είναι εκεί δακρυσμένο,
του χειμώνα λουλούδι ή της Άνοιξης κρίνος?
στο πράσινο μέσα, καλά είναι κρυμμένο.

Πανύψηλη θα θελα, να ήμουν, να φτάσω,
κοντά του να νιώσει, πως μόνο δεν είναι,
τα χέρια ν ανοίξω, απαλά να το πιάσω,
αγκαλιά να το πάρω, να του πω ΄εδώ μείνε΄.

Μα αδύναμη νιώθω, μικρή, δεν το αγγίζω,
μονάχα τ ακούω και ραγίζει ο χρόνος,
΄αν μπορείς να με δεις, είμαι εδώ΄, ψιθυρίζω,
΄σκέψου πως της ψυχής, η ζωή, είναι ο πόνος΄.

Ounkas

05/05/2013