Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013


Όσο κι αν η σκέψη ψάχνει το φως,
έρχονται πάλι οι σκιές . . .το κρύβουν,
δεν θέλω να τις διώξω, όμως πώς?
να ενώσω δυο ποτάμια, που δεν σμίγουν?

Όσο κι αν τ όνειρο, φαντάζει ζωντανό,
και την ανάσα, την ακούω να μου μιλάει,
είναι παιχνίδι, που με ρίχνει στο κενό,
κι ένα πρωί θα διαλυθεί και θα γελάει.

Κι εκείνη η αλμύρα, της θάλασσας ζωή,
βλέμμα που άφησε το δάκρυ να κυλάει,
και να ριζώνει στην ψυχή, σαν το κλαδί,
μια να με διώχνει και μια να μ αγαπάει.

Όπως ο βράχος, που για φίλο έχει το χώμα,
γιατί δεν έχει, κάτι άλλο να προσφέρει,
κάτω απ το σύννεφο, εκεί στέκω ακόμα,
να δω η βροχή, αν θα τα καταφέρει,

τη σκόνη, απ το κορμί μου να διαλύσει,
και απ τη ματιά, το πάγο της να λιώσει,
την ερημιά απ τη ψυχή μου να χωρίσει,
και της καρδιάς μου, την πληγή να επουλώσει.

Ounkas
22/08/2012

Κι έφτασα πάλι στην άκρη ΄κείνου του δρόμου,
κι αναρωτιόμουν, ... γιατί πίσω να γυρίσω?
ξανά να ζήσω, μες το τίποτα του κόσμου,
και την καρδιά, χίλιες φορές να τυραννήσω?

Κοιτάς και εσύ, μα ίσως δεν καταλαβαίνεις,
μα μου μιλάς, το χέρι απλώνεις, περιμένεις,
βήμα να κάνω, προς τα εσένα, επιμένεις,
ώσπου ένα λόγο σου ζητώ κι εκεί, σωπαίνεις.

Σ αυτή την άκρη, τα ΄γιατί΄, είναι αμέτρητα,
κι οι απαντήσεις,  από χρόνια πια σβησμένες,
τώρα το νιώθεις, πως τα πάντα ατελείωτα,
μένουν εδώ, με τις ελπίδες γερασμένες.

Φως για πολλούς, είναι η ανάσα κι ας μην βγαίνει,
και ας κουράστηκε, χωρίς ήχο και χρώμα,
για άλλους φως, είναι η αλήθεια που μικραίνει.
γιατί κανείς... δεν την σεβάστηκε ακόμα...

Για άλλους ζωή, είναι να λιώνουν, να πικραίνουν,
κάθε ψυχή που αγάπη μόνο,  θέλει να χαρίζει,
ζωή για αυτούς, είναι να φεύγουν, να επιμένουν,
πως τίποτα η καρδιά, πιο πάνω δεν αξίζει...

Ounkas
14/08/2012
*
Πόσα απ το σήμερα, να ΄χασα, να προσπέρασα?
τώρα να πω, δεν το μπορώ, ο νους παλεύει,
με τις εικόνες, τις σκηνές που δεν ξεπέρασα,
με λίγες λέξεις της ζωής, σαν δραπετεύει.

Μ αυτά τα χέρια που η αλμύρα, τα ξεθώριασε,
με αυτή τη γη, που όπου αγγίζω, ανοίγει,
και του ουρανού το γαλανό, κοίτα πως χλόμιασε,
κι απ τον ορίζοντα η στεριά, θέλει να φύγει.

Πόσα απ το χθες, να πέρασαν, να σκόρπισαν?
ήμουν εδώ, με ρίζες, σαν γέρικο πλατάνι,
κι όσοι ήταν κείνοι, που ήρθαν και με ρώτησαν,
ποτέ δεν μίλησα για σένα, κι ούτε κάνει.

Τόσο σε κράτησα, κρυμμένο, δεν σε γνώρισαν,
μόνη η καρδιά κοιτούσε πέρα και χανόταν,
τώρα τα χέρια γίνανε κλαριά και σκόρπισαν,
τώρα τις νύχτες, η αγκαλιά, φοβόταν.

Άδεια και εκείνη,  παγωμένη, δεν κινείται,
μα ότι θυμάται, κάνει ίσκιο και κουρνιάζει,
δεν νιώθει πια, πως από κάτι απειλείται,
ούτε φοβάται, σαν η μέρα σκοτεινιάζει.

Πόσα απ το τότε σου, να 'χασα, να ζητάω?
έμειναν όλα σιωπηλά και όμως λατρεύω,
το κύμα αυτό, που πάνω του πάντα κυλάω,
κείνο μου φέρνει το 'ΜΑΖΙ' και δραπετεύω.

Ounkas
10/08/2012