Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο πάγος, σκέπασε σήμερα ότι ελπίζει,
πώς θα αλλάξει? πώς θα γίνει δυνατό?
το αστέρι που τις νύχτες μου, φωτίζει,
βαρύ του φόρεσε, μακρύ, μαύρο παλτό.

Το παρακάλεσα, μακριά να ταξιδέψει,
και να αφήσει, να χορτάσει η πνοή,
κάτι από μένα, άλλο να μην διαλέξει,
και θα του δώσω ότι έχω, το πρωί.

Του μίλησα για την σκιά που συναντάω,
τα βράδια, όταν το κρύο είναι σκληρό,
με αγκαλιάζει, δίχως να της το ζητάω,
μα καταφέρνω, στις μέρες να χωρώ.

Του είπα για όσα, δεν ήξερα, μα είδα,
για το φεγγάρι, που πάνω μου ακούμπησε,
για την ανάσα, που έγινε πυξίδα,
και για μια νότα, που μόνη τραγούδησε.

Ο πάγος έκλεισε, μέσα του, όσα τώρα,
ήτανε δίπλα μου, για όσα του μίλησα,
σαν τον αγέρα, έφυγε για άλλη χώρα,
τόσο που βιάστηκε, κι ούτε τον φίλησα.

Ounkas
13/08/2013


*
Ένα βότσαλο, ήρθε στα πόδια σου και στάθηκε,
το ‘φερε η θάλασσα και τ’ άφησε στην άμμο,
λίγο θαμπό, λίγο σπασμένο, μα δεν χάθηκε,
εκεί το ακούμπησε, στην αμμουδιά σου, πάνω.

Πώς το μπορεί, τόσο μικρό να ταξιδέψει,
και να τα βάλει, με την άγρια την οργή της,
εδώ το άφησε, κάτι από σένα να γυρέψει?
να το προσέξεις? ν ακούσεις την αναπνοή της?

Σε είδα, στα χέρια σου σιγά να το σηκώνεις,
και να το κλείνεις στην παλάμη σου, για ώρα,
σε κοίταξα κι είδα άμμο πάνω του να απλώνεις,
και το φυλούσες, σαν να ήταν μυστικό σου τώρα.

Την άκρη έψαξες, του ορίζοντα να βρεις,
τα μάτια σου, κάτι κοιτάνε, μα δεν βλέπω,
αν το μυαλό σου το έφτιαξε κι απορείς,
το αόρατο με το ορατό, κι εγώ το μπλέκω.

Βάδισες πάνω, στην παραλία σου, αργά,
μ αυτό το βότσαλο, πάντοτε διπλωμένο,
μέσα στα χέρια σου και ξάφνου, ξαστεριά,
έγινε απότομα και τώρα, τα όνειρο προσμένω.

Ounkas
12/08/2013


Δεν έχει άκρη εδώ για να την βρεις,
δεν έχει μέρος, λίγο να ξαποστάσεις,
οι δρόμοι πάντα, με πλήθος ή χωρίς,
το τόπο που ζητάς, δεν θα τον φτάσεις.

Δεν έχει αυγή εδώ, για να την δεις,
δεν έχει ήλιο, ζέστη να σου χαρίσει,
ούτε κρυψώνα, απ το κρύο να φυλαχτείς,
και ο ανθός σου, δεν θα ξανα μυρίσει.

Δεν έχει κύμα εδώ, να το ιππεύσεις,
γιατί ο άνεμος, από νωρίς έχει κοπάσει,
τη βάρκα στο λιμάνι να επιστρέψεις,
είναι αδύνατον, πριν μπόρα ξεσπάσει.

Δεν έχει βράχο εδώ, να σταματήσεις,
να ξεκουράσεις, το βήμα, το κορμί,
μες το ποτάμι, πρέπει εσύ να κολυμπήσεις,
της όχθης για να φτάσεις, τη γραμμή.

Μα έχει βροχή εδώ, που πάνω σου επιμένει,
με τις σταγόνες της, να διώξει, όσα θρηνούν,
για λίγο έστω, είναι αυτή που περιμένει,
τα ξερά φύλλα σου, πράσινα να γινούν.

Ounkas

10/08/2013
Δεν γλυτώνει κανείς, από αυτό το σκοτάδι,
κι αν λιγάκι γελάσω, πάλι σκούρο θα ‘ρθει,
θάλασσα με πηγαίνεις, στο στενό σου δρομάκι,
μα και πάλι γυρίζω, σ ότι έχει νικηθεί.

Τις στιγμές σου ανασαίνω, μα μόνη, βυθίζομαι,
πιο βαθιά μες το άπειρο, που είχα χρώμα σταχτί,
στο δάσος με πας, μα όταν φεύγεις, γκρεμίζομαι,
όταν κύμα και ήλιος, λίγο θα κοιταχτεί.

Μουσική μου χαρίζεις και φωνή που χαϊδεύει,
όσα έχουν κρυφτεί και φοβούνται να βγουν,
απαλά μ ακουμπάς, μα τα αγκάθι παλεύει,
και τρυπά την ματιά, τις εικόνες, μην δουν.

Δε γλυτώνει κανείς, απ το άυλο κορμί του,
είναι εδώ και επιμένει, να με δει να λυγίζω,
πολεμώ γιατί θέλω, να είμαι λίγο μαζί του,
μα οι μάχες σκληραίνουν, νικημένη γυρίζω,

Απορεί και το πείσμα, την κουράζω, μα ξέρει,
και εγώ το γνωρίζω, πως ο χρόνος τελειώνει,
εκείνη θέλει εμένα κι η καρδιά, άλλα θέλει,
κανείς όμως δεν κέρδισε, την ζωή σαν πεισμώνει.

Ounkas

07/08/2013
Μια φωνή μακρινή, που άνεμο σέρνει,
τις νύχτες γυρνά και συνέχεια φωνάζει,
στου χθες το μηδέν, στο σήμερα γέρνει,
κορμούς απ τα δέντρα μου, καταδικάζει.

Να κοιτάξω δε θέλω, τις ρίζες που βγαίνουν,
απ το χώμα γυρεύοντας, σταγόνες νερό,
τη βροχή μου στεγνώνει, τη δροσιά να μην φέρουν,
αγκαλιά τις κρατώ, μα πολύ δεν μπορώ.

Μακριά να τα πάω, για να βρουν να ριζώσουν,
σταματάω κάθε λίγο κι όλο σκάβω τη γη,
ως τα χέρια απ τις πέτρες, αρκετά να ματώσουν,
κι έπειτα συνεχίζω, να βρω νέα πηγή.

Δεν τα εγκαταλείπω κι ας ουρλιάζουνε, ‘φτάνει’,
σκύβουν και με τα φύλλα, τις πληγές ακουμπούν,
δακρυσμένοι κι οι δυό, μα η καρδιά μου, δεν χάνει,
την ελπίδα πως πρέπει, τη γη τους, να βρουν.

Τώρα αυτά στα κλαριά τους, με κρατούν λυπημένα,
στο τελευταίο μου βήμα, ποταμός άνοιξε,
τώρα ζωή έχουν πάλι, κορμοί και άνθη λουσμένα,
δεν με νοιάζει για μένα, που νωρίς βράδιασε.

Ounkas
06/08/2013


Πικρό, μικρό, δάκρυ μου, σταμάτησε,
πες μου το πώς, να σε στεγνώσω,
ποια η μορφή, που σε τραυμάτισε,
πες και εγώ, για σε, θα την μαλώσω.

Εσύ κανέναν, ποτέ δεν πείραξες,
μες την ψυχή, μένεις κρυμμένο,
κι αν ένα αστέρι, λίγο κοίταξες,
δεν φταις, στην νύχτα ήσουν χαμένο.

Πες μου, ποιος σ’ είδε και φοβήθηκε,
πως το δικό του φως, θα κλέψεις,
δεν σε γνωρίζει και οδηγήθηκε,
στη σκέψη πως, μακριά θα τρέξεις.

Πες το σε μένα, να τον συναντήσω,
κι αν χρειαστεί, εγώ συγγνώμη,
απ την καρδιά μου, θα ζητήσω,
για όσα πιστεύει και θυμώνει.

Λάθος να μάθει ότι έκανε,
κακό από σένα, μην προσμένει,
αυτό το δάκρυ, που δεν πέθανε,
ζωή έχει, μα κομματιασμένη.

Μα δάκρυ μου, πρέπει να πάψεις,
έτσι αμίλητο, θλιμμένο να κυλάς,
δεν θέλω άλλο πια να κλάψεις,
και νέες πληγές, να κουβαλάς.

Ounkas

05/08/2013
Κλείστηκα πια, σ ένα αόρατο κλουβί,
μονάχα εκεί, μπορώ να προστατέψω,
ότι απέμεινε, απ τη μορφή μου την βουβή,
δεν θέλω άλλες, στιγμές, ζωής να κλέψω.

Ακόμα κι αν, δικές μου είναι, δεν μπορώ,
δεν φτάνουν, να τις κάνω πανωφόρι,
ο πάγος καίει,  ότι κι αν εγώ φορώ,
με κούρασε κι αυτό, το γκρίζο ανηφόρι.

Λέξεις δεν έχω, άλλες να καταλάβεις,
για αυτό σωπαίνω, πόσο να μιλώ?
να τρέξεις θέλω, τη ζωή σου να προλάβεις,
εγώ από κάπου, με χαρά θα σου γελώ.

Αν και πονώ, θα μείνω εδώ φυλακισμένη,
για να μην νιώθεις, μόνος πως περπατάς,
πολύ συννέφιασε, μα δεν νιώθω χαμένη,
όσο σε βλέπω, την ελπίδα να ζητάς.

Και η βροχή, όποτε πέφτει και σ αγγίζει,
σε μια άκρη του μυαλού σου να κοιτάζεις,
άφηνε ότι σου φέρνει, σου θυμίζει,
για ένα λεπτό, μόνο να τα αγκαλιάζεις.

Ounkas

04/08/2013
*
Δεν σου είπα ποτέ μου, αν θέλεις να μείνεις,
δεν ζήτησα πάνω, από δυό αναπνοές,
σκιά δεν το θέλησα, σαν εμένα να γίνεις,
να ψάχνεις μια ανάσα,  σε χίλιες ζωές.

Ποτέ δεν σου γύρεψα, τα μάτια να κλείσεις,
και έξω να αφήσεις, αυτά που ποθείς,
να βρεις είπα κάτι, όμορφο να αγαπήσεις,
δεν αξίζει στο τίποτα,  ποτέ να δοθείς.

Ποτέ μου δεν έκρυψα, την φλόγα που καίει,
το βλέμμα στο άπειρα, το λυγμό της καρδιάς,
το αγκάθι σου έδειξα, εκείνο που φταίει,
που δίνει την όψη, βαριάς συννεφιάς.

Δεν θέλω να ψάχνεις, άλλο το χρώμα,
ούτε το ουράνιο τόξο, μετά την βροχή,
 θυμάμαι που έσκαβες, να βρεις μες το χώμα,
νερό για να κάνεις,  αυλή στη ψυχή.

Σου είπα εδώ θα ‘μαι και θα συνεχίζω,
γιατί απ το βλέμμα σου, ακόμα αντλώ,
χαρά και αγάπη, που σκεπάζει το γκρίζο,
μα έρχονται ώρες, που πάλι κυλώ,

σε αυτό το σεντόνι, το σκούρο που καίει,
μακριά σου κρατώ, την όποια ερημιά,
μες την αγκαλιά σου, ποτάμι που ρέει,
στιγμές που τις κρύβω, μην χάσω καμιά.

Ounkas

03/08/2013
Αυτή η ανηφόρα, δεν έχει τελειωμό,
είναι και εκείνα τα σκαλιά, που γέρνουν,
γλιστράς και ενώ δεν θες το γυρισμό,
πάλι μονάχη, στην αρχή σε σέρνουν.

Και προσπαθείς, χίλιες φορές να ανεβείς,
και αγωνίζεσαι κάπου έστω να φτάσεις,
ακόμα λίγο πιο ψηλά, για να το δεις,
ένα σημάδι που είχες πει, να προσπεράσεις.

Μα όσο αγώνα κάνεις, ξανά σε ωθεί,
ένα αόρατο χέρι, λες σε σπρώχνει,
το βήμα μάχεται, κάπως να κρατηθεί,
μα το βουνό, με δύναμη σε διώχνει.

Λίγες ανάσες και ξεκινάς απ την αρχή,
από μακριά, κοιτώ πόσο παλεύεις,
μέσα στις λάσπες, που έφερε η βροχή,
σαν την σταγόνα, βουλιάζεις και χορεύεις.

Η ανηφόρα, πάλι αλλάζει τη μορφή,
όσες προσπάθειες κι αν κάνεις, ματαιώνει,
κάθε φορά, απομακρύνει την κορφή,
και ο αγώνας σου, ποτέ του δεν τελειώνει...

Ounkas
02/08/2013


Δροσοσταλιά μου,
της φλόγας νερό που σε προσμένει,
αστέρι της νύχτας που μικραίνει,
σαν το κοιτώ,

Αχτίδα ήλιου,
το φως σου, πάνω μου ξέχασε το,
λουλούδι στην άδεια αυλή, πότισε το,
να μην χαθώ.

Εικόνες είναι?
όραμα που πάνω μου κάτι οδηγεί,
τις αστραπές του, ρίχνει στη γη,
να μην με κάψουν?

Ή μήπως,
καθάριο νερό, φέρνει η βροχή,
πάνω να ρίξει να βραχεί,
με την φωτιά ν’ αλλάξουν?

Ounkas

21/07/2013
Μείνε χαμόγελο μου λίγο ακόμα,
ίσα που προλαβαίνω να σε δω,
δώσε ανάσα, στο άδειο μου το σώμα,
κάνε με την βροχή πάλι να βρω.

Μείνε για δυό στιγμές κι έπειτα φεύγεις,
τι είναι μες το χρόνο, δυό λεπτά?
καταλαβαίνω το γιατί,  με αποφεύγεις,
γιατί τα φώτα, είναι όλα σβηστά.

Και έτσι γίνεσαι, όλο πιο βιαστικό,
τρέχω συνέχεια, κάπως να σε προλάβω,
λίγο ν' αγγίξω, το δικό σου μυστικό,
το νόημα που έχει η ζωή, να καταλάβω.

Μα σαν τον άνεμο, μακριά πετάς,
τη μια είσαι εδώ, την άλλη σ' έχω χάσει,
κι όλο ρωτάω, από μένα τι ζητάς,
κι όλο ρωτάω, τόσο γιατί με έχεις ξεχάσει.

Φεύγεις κι αφήνεις, πάλι σκόνη, ερημιά,
θολή ματιά μου, ποιος να σε αντέξει?
βουβή και ανήσυχη, μένω σε μια γωνιά,
κι αφήνω ένα.. δάκρυ μου να τρέξει...

Ounkas
19/07/2013


Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Ίσως η σκιά, να σκέπασε όλο το δρόμο,
που έχεις χαράξει, να βαδίσεις όνειρο,
θα την κρατήσω μακριά σου, μόνο,
γιατί το βλέμμα της, μοιάζει πονηρό.

Μην σε αγγίξει και σε μια στιγμή, αλλάξεις,
κι από σκιά, σκοτάδι γίνεις και χαθείς,
την άδεια σου ζωή, μην απαλλάξεις,
μην ξένο σημάδι. ακολουθήσεις και χαθείς.

Σε εκείνο το ένα, το αδιάβατο σοκάκι,
που όποιος πηγαίνει, πίσω δεν γυρνά,
μια φλόγα είδες, από μικρό κεράκι,
μα πίστεψε με, κανείς δεν το περνά.

Κανένας, ούτε ως την μέση του, δεν φτάνει,
πολλοί προσπάθησαν, μα δεν τους είδαμε ξανά,
κάλιο να έφευγαν, στα ξένα, απ το λιμάνι,
παρά που θέλησαν, να δουν.. το πουθενά...

Ounkas

16/07/2013
*
Κι αν βλέπεις μια λάμψη που και που,
στων ματιών μου, το απόλυτο άδειο,
στη σιωπή, μια νότα κάποιου σκοπού,
από τραγούδι γνώριμο, ακούς στο ράδιο,

κι αν νιώθεις μια φλόγα να χορεύει,
εκεί που το σκοτάδι, μόνο κατοικεί,
κι αν σε λίγη ώρα, ο ήλιος βασιλεύει,
σαν ο μόνος που ζει, πάντα εκεί,

κι αν δεις χαμόγελο, αχνό στα χείλη,
στο πρόσωπο, που δεν έχει χαρά,
κι αν βάρκα ταξιδέψει,  για ένα μίλι,
και η ψυχή, λευκά δεις να φορά,

κι αν στερέψει, η σταγόνα κυλώντας,
στο χλωμό επάνω, μάγουλο μου,
κι αν ο χρόνος, φωνάζει καλώντας,
δυό φτερά, να ‘ρθουν για το καλό μου,

τότε μάθε η βροχή μ’  έχει αγγίξει,
απαλά και σιγά με ελευθερώνει,
από όλους να ξέρεις, εμέ έχει διαλέξει,
την καρδιά μου τυλίγει, σε άσπρο σεντόνι.

Ounkas

15/07/2013
Αόρατος μα δυνατός, ο εχθρός μου παραμένει,
πώς γίνεται, μετά από τόσες, μάχες να ξυπνά,
και όπως πρώτα να ’ναι, αγέρωχος να σέρνει,
τα λάφυρα του όλα, απ όσες φορές νικά?

Κι εγώ παλεύω, μάχομαι, μα χάνω τα κομμάτια,
από κάθε αναμέτρηση, που έχουμε σκληρή,
τα ψάχνω, τα κολλώ, τα κλείνω μες τα μάτια,
για να αμυνθεί πάλι η ψυχή, να το μπορεί.

Όμως, όσο ο καιρός περνά κι αυτό έτσι συνεχίζει,
μικρά θρύψαλα μένουν, στο πεδίο απ τη καρδιά,
κάθε κενό με τον καιρό, σιγά σιγά μαυρίζει,
δέντρο θα μοιάζει κάποτε, που ‘καψε η πυρκαγιά.

Μόνο ένας λόγος έμεινε, με την φωτιά να παίζω,
αντί να αφήσω τη ψυχή, να κλείσει τις πληγές της,
όσο πιο δυνατά μπορώ, με άγρια φωνή, διατάζω,
μα εκείνη πάντα θα ζητά, τις όμορφες πηγές της.

Ounkas

14/07/2013
Τα χρώματα όλα, τα έκανα φορεσιά,
το σώμα έντυσα, όμορφο να δείχνει,
να μην καεί,  να έχει όλο δροσιά,
το φως τους όμορφα, αφήνει ίχνη.

Πόσο χαρούμενο, το βλέπω να βαδίζει,
κάτω απ τον ήλιο, λάμπει σαν περπατά,
αχτίδα μοιάζει, ελπίδα που χαρίζει,
μα μια φωνή ακούω, τι να ζητά?

Ναι! Δίκαιο έχει! Ξέχασα να κρατήσω,
κάποιο απ τα χρώματα και τώρα που να βρω?
με κάτι έπρεπε και τη ψυχή να ντύσω,
και με ρωτάει, ‘εγώ έξω, πώς θα βγω?’.

Δύο χρώματα, μόνο κρατώ στα χέρια,
με και τα δύο, χρόνια τώρα φορά,
σκέφτηκα λίγο και πήρα δυό αστέρια,
τα ‘ραψα κι είδα, τη ψυχή να προχωρά.

Χαμογελούσε, γιατί δεν είχε καταλάβει,
πως η μορφή της, πολύ δεν άλλαξε,
πάνω στο μαύρο, ένα φως είχα προλάβει,
να βάλω απ τα άστρα κι όταν το κοίταξε,

Της είπα, ‘νύχτα σε έντυσα, μικρή μου,
να λάμπεις μέσα στο σκοτάδι, πάντοτε,
γιατί η μία είσαι,  η πιο ακριβή μου’,
κι αυτή χαιρόταν !, όσο ποτέ άλλοτε!.

Ounkas

13/07/2013
Πέπλο, απλώθηκε στον ουρανό μου πάνω,
διάφανο κα αχνό,  που άνεμο φυλακίζει,
πώς να το διώξω? δεν ξέρω τι να κάνω?
τον ήλιο με την ζέστη του, εγκλωβίζει,

Την νύχτα είχε ξαστεριά, μα πριν χαράξει,
ήρθε και έκρυψε τα άστρα, τα έσβησε,
ήθελε μόνο να το δω? να με τρομάξει?
ή να δείξει, πως τη ψυχή μου, κέρδισε?

Να ‘ναι ένα μήνυμα? στέλνει κάποιο σημάδι?
θέλει να το γνωρίσω? θα μείνει εδώ καιρό?
κι όταν κατέβει χαμηλά, θα είναι σαν το χάδι?
ή θα τυλίξει το κορμί, σαν κάτι που φορώ?

Λες να ξυπνήσω το πρωί κι απλά να έχει φύγει?
ή μια σκέψη μου κρυφή, το έχει φανερώσει?
λύπη από το μέσα μου, να είναι που με πνίγει?
σεντόνι να ‘γινε? η ανάσα μη γλιτώσει?

Εδώ ας μείνει, δεν θέλω να παλέψω,
εδώ, να γίνουμε μαζί, ένας καημός,
το δρόμο άλλου, για να πάω δε θα κλέψω,
βαγόνι ας γίνω, που σάπισε ο καιρός.

Ounkas

11/07/2013
Ξένο τοπίο, όπου γυρίσω να κοιτάξω,
λόγια που δεν καταλαβαίνω, αδειανά,
λιμάνι,  μα δίχως μέρος να αράξω,
γραμμή που είναι,  γεμάτη από κενά.

Ποτάμι άγριο,  το νιώθω που θεριεύει,
ψιλή βροχή, ίσα που ..  μ ακουμπά,
βήμα που χάθηκε, κάτι σαν να γυρεύει,
κορμί στο απέραντο, μόνο του κολυμπά.

Βουνό ξερό, χωρίς δέντρο και χώμα,
γιορτή που δεν, ήρθε ποτέ κανείς,
σπίτι που γέρασε, όπως και ένα σώμα,
νύχτα που σκέπασε, τον ήχο της φωνής.

Κλαδί μικρό, που λύγισε και σπάει,
παιδί που ξέχασε, το δρόμο όλο κοιτά,
κόρη που αμίλητη, κάθεται και κεντάει,
φως που το άστρο, το σβηστό, ζητά.

Πέτρα που κύλισε, χωρίς σκοπό γυρίζει,
φωτιά που ο άνεμος, με δύναμη απλώνει,
ανθός που όπως, άλλοτε δεν μυρίζει,
αυτά είμαι εγώ, κύκλος που δεν τελειώνει.

Ounkas

11/07/2013
Γύρω μου φύτρωσαν κλαδιά, σαν χέρια με κρατάνε,
τόσο σφιχτά που δεν μπορώ, ούτε να ανασάνω,
και προσπαθώ σιγά σιγά, να μάθω τί ζητάνε,
μα όσο σωπαίνουν, πιο κοντά, στο να τα βρω, δεν φτάνω.

Οι τοίχοι έγιναν φωτιές και κύκλωσαν το σώμα,
όπου κοιτάξω κόκκινες, φλόγες όλο χορεύουν,
αυτό που κάποτε έμοιαζε, με ένα ήρεμο σώμα,
τώρα ανήκει σε σκιές και στάχτες που μαγεύουν.

Και τα λουλούδια χάθηκαν, σύρματα έχουν πλέξει,
τα κάγκελα και την αυλή, ρίζες μέσα στο χώμα,
ως και η λίμνη στέρεψε, σταγόνες δεν θα τρέξουν,
θυμόμουν ήταν Άνοιξη, μα μοιάζει με χειμώνα.

Σε λίγες μέρες μοναχά, τα δέντρα έχουν αγγίξει,
τη στέγη τούτου του σπιτιού, άλλο δεν θα αντέξει,
ρωγμές ανοίξανε παντού, τα φύλλα έχουν πνίξει,
τα παραθύρια που άλλοτε, τ άνοιγα πριν να βρέξει.

Μέχρι και ο δρόμος χάθηκε, κανείς να μην βαδίσει,
το ήξερα μα πίστευα, πως όλα αυτά θα αργήσουν,
όμως τα πάντα πια είναι εδώ κι ό χρόνος θα ξεφτίσει,
τώρα η γη και ο ουρανός, ήρθαν να με φροντίσουν.

Ounkas

10/07/2013
Τα μάτια αυτά που δεν γελούν,
σ ένα μακρύ μέρος κοιτάνε,
τα χείλη αυτά, που δεν μιλούν,
ίχνη μικρά, ζωής ζητάνε.

Σύννεφα στέκουν, καρτερούν,
κανείς δεν ξέρει, τί γυρεύουν,
έχουν βροχή, μα δεν μπορούν,
να την αφήσουν, τη ζηλεύουν.

Ήλιος, μα δεν έχει φωτιά,
να ζεσταθεί η ψυχή, δε φτάνει,
μάχεται η αλήθεια, τη ψευτιά,
μία κερδίζει, εννιά χάνει.

Ένα λουλούδι, παλεύει να σταθεί,
σε πέτρες και πάνω σε βράχο,
πριν όλη η πόλη κοιμηθεί,
θα γύρει και θα ξεραθεί, μονάχο.

Στου χρόνου τ άδικα τα κουρασμένα,
ελπίδες μάταιες, ανέμους ψάχνουν,
όνειρα, αγάπες, πλοία, ναυαγισμένα,
σκέψεις και δύναμη, πια δεν υπάρχουν.

Ounkas

06/07/2013
Εδώ που έφτασα, ο δρόμος δεν αρκεί,
φύλλο να σκεπάσει, των δακρύων την αύρα,
κλάρες έγερναν γλυκά, με χρώμα χακί,
τώρα όλα κάηκαν, όλα γίναν μαύρα.

Βήμα πίσω άργησε, το σώμα να τραβήξει,
ήτανε και ο καιρός, τόσο αγριεμένος,
όποιος και να ήθελε, τη φωτιά να πνίξει,
μακριά της έτρεχε, πάντα φοβισμένος.

Πρόσωπο έγινε χλωμό, δεν θέλει να αλλάξει,
σα μικρό πλεούμενο, τριγυρνά χαμένο,
ένα γράμμα που ήθελε, κάποιος να πετάξει,
ρούχο που δεν έμεινε, σε σώμα, φορεμένο.

Η  φωνή δε σώπασε, μα δεν την ακούνε,
έκλεισαν οι διαδρομές, πώς μέσα να φτάσει?
όσο ο άνεμος χτυπά, θέλουν να τον δούνε,
γιατί φόβο έχουνε, πούθε θα ξεσπάσει.

Σώμα που το βλάψανε, δίχως να πληγώσει,
η άμμος έγινε φωτιά, το δέρμα να κάψει,
όνειρο που γεννήθηκε, όμορφα να τελειώσει,
κάποιοι το ξημέρωμα, στο χώμα είχαν θάψει.

Ounkas
05/07/2013


*
Δυό ποτάμια, που δεν βρέθηκαν ποτέ,
δυό σταγόνες, που ποτέ τους δεν στεγνώσαν,
δυό ανάσες, είναι οι δρόμοι μας, κουτέ,
που σε χρόνια που περάσαν, δεν παγώσαν.

Δυό ελπίδες, που δεν ζούσαν χωριστά,
δυό καθρέφτες, που όταν σπάσαν, γίναν ένας,
δύο μάτια, που δεν μείνανε κλειστά,
δυό ψυχές, που δεν της έβλεπε κανένας.

Ounkas

04/07/2013
Μοίραζε η ζωή χαρτιά, δεν άγγιζα,
άλλοι γελούσαν κι άλλοι έκλαιγαν,
ανάμεσα τους, τη σιωπή μου στράγγιζα,
αόρατα χέρια, τα όνειρα τους κλέβαν.

Έστριβε ο χρόνος ένα κέρμα, δεν πλησίαζα,
λίγοι κερδίζαν, οι πιο πολλοί χαμένοι,
το βλέμμα μου στον ουρανό, εστίαζα,
γιατί να είναι, μόνο λίγοι οι κερδισμένοι.

Άλλαζαν πάλι οι εποχές, δεν γνώριζα,
μες τα παλτά τους, έμοιαζαν όλοι ξένοι,
με το βοριά το πανωφόρι, στόλιζα,
για να μην μοιάζω, από όλους ξεχασμένη.

Μικρά λουλούδια στα κλαδάκια, άνθιζαν,
που τα παιδιά, κρεμούσαν στα μαλλιά τους,
το γέλιο τους, στον άνεμο, το χάριζαν,
και ανθοδέσμες είχαν στην αγκαλιά τους.

Τη θάλασσα, την άμμο, δεν την χόρταινα,
νύχτωνε κι έμενα εκεί, ονειρευόμουν,
μα μόλις που το κύμα, πρόφταινα,
μην με γυρίσει πάλι εδώ, αντιστεκόμουν.

Ounkas
04/07/2013