Βροχή πέφτει
και χαράζει τους τοίχους,
στάλες που
θέλουν να αφήσουν σημάδια,
καιρό
ψιθυρίζω, τους γνώριμους ήχους,
που έλεγα,
φως μου, σε σένα τα βράδια.
Ουράνιο
γκρίζο, τη θάλασσα αγγίζει,
το σώμα της
τρέμει, ο αγέρας θυμώνει,
τη ρίγη
σκορπά κι η λάμψη φωτίζει,
το σκούρο
της μπλε κι η μάχη φουντώνει.
Σταγόνες
βροχής και θάλασσας, ένα,
παλεύουν οι
δυό, με πείσμα ζωσμένες,
σαν δυό
μηχανές, με σπασμένα τα φρένα,
στο τέρμα
δεν φτάνουν, ποτέ ηττημένες.
Κύματα
απίστευτα, πελώριες σταγόνες,
δυό άγρια
θεριά, που όποιος δει, θα τρομάξει,
με νύχια
γαμψά, σαν θανάτου αγώνες,
η μία της
άλλης, τα νερά θα ταράξει.
Οι άνθρωποι
κρύβονται, τρέχουν φοβισμένοι,
μην πάνω στο
βράχο, πάντα μείνω εκεί,
μα εκεί
είμαι χρόνια, βαθιά ριζωμένη,
χωρίς τα
θεριά μου, η ζωή δεν αρκεί…
Ounkas
23/02/2015