Παρασκευή 12 Απριλίου 2013


*
Διώξε την ομίχλη μακριά, το μπορείς,
κράτα το χέρι μου, μην το αφήσεις,
σύννεφο γίνε και νύχτωσε νωρίς,
σεντόνι άπλωσε, για να με τυλίξεις.

Σβήσε τη φωτιά, η ψυχή να ζήσει,
φέρε τις σταγόνες της βροχής, εδώ,
την αγάπη άσε, τ όνειρο ν ανθίσει,
μια στιγμούλα έλα, λίγο να σε δω.

Λύσε το αίνιγμα, που μας έχει κλείσει,
μες της φυλακής του, τ άλυτα δεσμά,
πάρε με αγκαλιά, η καρδιά να δύσει,
΄κει που αγάπησε, πρώτη της φορά.

Άπλωσε τα χέρια σου, πάρε τα δικά μου,
άλλο μην μ αφήσεις, να ΄μαι μοναχή,
γίνε ο αγέρας στη στερνή χαρά μου,
λίγη ανάσα χρειάζομαι, κι ας γίνει σιγή.

Σκούπισε τα μάτια, άλλο μην ματώνουν,
δυό ποτάμια γίναμε, που μαζί κυλούν,
θύελλες ξεσπάσανε,τα κορμιά μας λιώνουν,
οι καρδιές κιαν σώπασαν,πάντα θα γελούν.

Ounkas
04/02/2013


Δεν ξέρω τούτη τη φορά πως ν αντιδράσω,
ξέρω μονάχα, πως απ το χαμόγελο σου,
παίρνω ζωή, τρέχω το βήμα να προφτάσω,
ν αγγίξω ελάχιστο από τον ουρανό σου.

Μα εκεί που είναι γαλανός, σύννεφα φέρνει,
και σε ρωτώ, γιατί με την φωτιά παλεύεις,
πονάει η ψυχή, μα πάλι πλάι σου γέρνει,
μαζί σου ψάχνει, να βρει όσα γυρεύεις.

Είναι παράξενο, όλη τη δύναμη σου κλέβει,
κι απο τα μάτια σου, χάνεται η στεριά,
μακάρι να έβρισκα, πως τη χαρά ληστεύει
και το γιατί, βυθίζει, κάθε σου στεριά.

Τη μια στιγμή, βλέπω ανάστημα, υψώνεις,
κι όσα σου πήρε, ξανά να διεκδικείς,
ψυχή και σώμα, σαν ένα τα ενώνεις,
και μάχεσαι, χωρίς κανέναν ν αδικείς.

Ενώ την άλλη, τον εαυτό σου στο καθρέφτη,
με απορία τον κοιτάς, δεν τον γνωρίζεις,
ώρες περνάνε, μέρες που σαν τον κλέφτη,
μακριά σου παίρνουν, όσα έχεις να ελπίζεις.

Ounkas
04/02/2013


Κάποια της ζωής ταξίδια, διαφέρουν,
όλα έχουν δρόμους, σοκάκια στενά,
κάτι αλλιώτικο, πάντα θα φέρουν,
τόσο απρόσμενα, όσο και πιθανά.

Οδοί που φτιαγμένοι, είναι από χώμα,
θέλει δύναμη εκεί, για να σταθείς,
πέτρες και βράχια, κουράζουν το σώμα,
στο χάος είναι εύκολο, εσύ να βρεθείς.

Ταξίδια σε μέρη, που δεν τα γνωρίζεις,
κύματα φτάνουν, τα κουπιά ραγισμένα,
άνθη που άλλο, δεν τα μυρίζεις,
μικρά μυστικά, καλά φυλαγμένα.

Υπάρχουν φορές, που όσο κι αν τρέξεις,
το βήμα μακριά, σε κρατά να το χάσεις,
εκείνο το φως, που λίγο το βλέπεις,
και θέλει ο νους, το πρωί να ξεχάσεις.

Tη θάλασσα δύσκολο, δεν είναι ν αγγίξεις,
χορεύουν σκιές και η βοή του ανέμου,
κι αυτή τη ζωή με ψευτιά αν τυλίξεις,
θα χάσεις το όνειρο, για πάντα μικρέ μου.

Ounkas
03/02/2013

Το δες εκείνο το κορίτσι που βαδίζει?
το βλέμμα μοιάζει να γυρνά, μα δεν κοιτάζει,
κάθε της βήμα λες και άλλος το ορίζει,
και η ερημιά, το πρόσωπο της σκοτεινιάζει.

Κοίτα το, κάθισε στην αμμουδιά και ψάχνει,
κάτω απ τα βότσαλα, το γέλιο της γυρεύει,
ο νους μακριά την οδηγεί μα όλο φτιάχνει,
με τα δυό χέρια της αγγέλους και χαϊδεύει.

Στο απέραντο της παραλίας, δεν πως μοιάζει,
σαν μια κουκίδα, μια στιγμή μέσα στο χρόνο,
δεν σε ακούει κι αν της μιλάς, δεν τη πειράζει,
είναι χαμένη, μέσα στο όνειρο της, μόνο.

Το δες εκείνο τ άστρο, πάνω της που λάμπει?
λες και το δρόμο της φωτίζει, μην χαθεί,
μες το παλτό της τυλιγμένη, ώρες διαβάζει,
και γράφει κάτι συνεχώς,  σ ένα χαρτί.

Μες τις σελίδες του βιβλίου που κρατάει,
ένας ανθός υπάρχει, που λέγεται αλήθεια,
έχει πεθάνει, μα απ τον ουρανό ζητάει,
να ανθίσει πάλι, όπως και στα παραμύθια.

Ounkas
01/02/2013

*
Κι όλα σε μια στιγμή, κρύο και στάχτη,
πήρες τον ήλιο σου μαζί και τρέμω,
να μην γυρίσεις αν δε θες, μα σαν αδράχτι,
τρυπά συνέχεια τη ψυχή, σαν περιμένω.

Δε θα μπορέσει η καρδιά να με ζεστάνει,
το κρύο έγινε χιονιάς κι ότι αγγίζει,
το κάνει πάγο, τον ανθό σου θα μαράνει,
που μου χες δώσει, η ζωή μην με λυγίζει.

Το χιόνι πέφτει με μανία, με σκεπάζει,
έχω τη δύναμη, μα δε θα το παλέψω,
ακούω βήματα, σαν κάποιος να πλησιάζει,
μα δε με νοιάζει, έχω χαθεί, τί να γυρέψω?

Ένα αχνό χαμόγελο, τραβά τα χείλη,
η σκέψη φεύγει και μου δείχνει μια αγκαλιά,
κρατώ στο χέρι, ένα λευκό μαντήλι,
και ψιθυρίζω λέξεις σου, απ τα παλιά.

Παίζει ο νους? ή είναι αλήθεια τ άρωμα σου?
σκέφτομαι, 'λίγο έμεινε΄, ας τρελαθώ,
κι όμως στο πλάι μου, είναι τα βήματα σου,
μα το κορμί μου, πάγωσε, δεν το κρατώ.

Στο βράχο εκεί, πλάι στη θάλασσα μας,
σφιχτά κρατάς, ότι απ το σώμα έχει μείνει,
σου ψιθυρίζω, 'πάντα ζούσα στα όνειρα μας΄
και πάντα θα σε αγαπώ, ότι κι αν γίνει΄.

Ounkas
26/01/2013

Κι ήρθε ένα άστρο και κάθισε στον ώμο μου,
συνέχεια μου 'δειχνε, μια διαδρομή μεγάλη,
ήταν μακριά, πολύ μακριά απ το δρόμο μου,
παράξενη έμοιαζε, τέτοια δεν είδα ποτέ άλλη.

Να πάω αν έπρεπε σκεφτόμουν ή να μείνω,
δεν έβλεπα το τέλος ή αν είχε επιστροφή,
και έναν όρο έγραφε, πως έπρεπε να γίνω,
ένας τεράστιο χείμαρρος, φτάνοντας στη στροφή.

Και αποφάσισα, σ αυτό το δρόμο να βαδίσω,
η λογική είχε αντιρρήσεις, μα δεν άκουγα,
ήθελα τόσο, τ άπιαστο όνειρο να ζήσω,
ναι! της ψυχής μου τη φωνή, αυτή θα διάλεγα!

Καθώς προχώραγα, μια ζεστασιά με κύκλωνε,
σαν αγκαλιά, που μέσα της, όλα περνάνε,
ο ήλιος έκαιγε πολύ, μα δεν με πλήγωνε,
οι ελπίδες μοιάζανε, εδώ να μην γερνάνε.

Όσα αισθήματα είχα ξεχάσει, ξύπνησαν,
και ο άνεμος ήσυχος πλέον, με φυσούσε,
στο νου τα λόγια, την ψυχή μου λύγισαν,
και το σκοτάδι, λίγο απ το φως, ζητούσε.

Ounkas
23/01/2013

Κι όμως, εγώ είμαι,το τίποτα που γνώρισες,
ξέρω πως ούτε αξίζει, σε μένα να μιλάς,
μα κάποτε,το σώμα απ τη καρδιά τα χώρισες,
αγάπη έγινες, μες τ όνειρό μου, να χωράς.

Δεν σ αδικώ, το τίποτα δεν το μπορεί,
ν αγγίξει κάτι, που ζει και δεν πεθαίνει,
ξέρει μονάχα, ν αγαπά να συγχωρεί,
ότι το λιώνει, το σβήνει, το πικραίνει.

Πλησίασα τόσο, που το κορμί ακυρώνει,
όσα ο νους σου, κάποτε σου ζητούσε,
το τίποτα μονάχα, τη ψυχή λυτρώνει,
απ όσα νόμιζες, πως τ όνειρο κοιτούσε.

Ότι είχα σαν μου είπες μείνε, σου έδωσα,
όμως δεν ήξερες, πως είμαι μια αγκαλιά,
το δέρμα,τη συνήθεια,με τα χρόνια πέτρωσα,
μα έχτισα πελώρια, στα στήθια μου φωλιά.

Το τίποτα εκεί μέσα, έκλεισε ότι άξιζε,
και φύλαξε κι ένα γλυκό, χαμόγελο του,
θα το 'δινε σε όποιον, δεν θα ράγιζε,
το εύθραυστο και γκρίζο, πρόσωπο του.

Το χάρισα, για να θυμάται πως το τίποτα,
έρημο πάντα ζει, μέρες, ώρες και βράδια,
έξω του, όλα τα παράξενα, τα ανείπωτα,
μέσα του, όνειρα σα φτερά, σαν χάδια.

Ounkas
21/01/2013

Το δες εκείνο το κορίτσι που βαδίζει,
το βλέμμα μοιάζει να γυρνά, μα δεν κοιτάζει,
κάθε της βήμα λες και άλλος το ορίζει,
και η ερημιά το πρόσωπο της σκοτεινιάζει.

Κοίτα το, κάθισε στην αμμουδιά και ψάχνει,
κάτω απ τα βότσαλα, το γέλιο της γυρεύει,
ο νους μακριά την οδηγεί, μα όλο φτιάχνει,
με τα δυό χέρια της, αγγέλους και σμιλεύει.

Στο απέραντο της παραλίας, δες πως μοιάζει,
σαν μια κουκίδα μια στιγμή, μέσα στο χρόνο,
δε σε ακούει κι αν μιλάς, δεν την πειράζει,
είναι χαμένη στ όνειρο της, σ' αυτό μόνο.

Το άστρο το 'δες, πάνω της πώς λάμπει?
λες και το δρόμο της φωτίζει, μην χαθεί,
μες το παλτό της τυλιγμένη, να διαβάζει,
κι έναν ανθό ν αγγίζει, που 'χει μαραθεί.

Μες τις σελίδες του βιβλίου που κρατάει,
εκεί κλεισμένος με ανάσες, με αλήθεια,
μες τη σιωπή της κλειδωμένη, του ζητάει,
πάλι ν ανθίσει, όπως και στα παραμύθια.

Ounkas
20/01/2013


Αυτό ήμουν, δεν στο κρυψα, καράβι μικρό,
τιμόνι μου είχα την μοναξιά και κυλούσα,
της θάλασσας δάκρυ, γλυκό και πικρό,
αυτό είχα γίνει, σε εκείνη μιλούσα...

Ναι, ήμουν παράξενο, χωρίς χρώμα παιδί,
το γιατί μην ρωτήσεις,ο ουρανός μόνο πλάθει,
οι ήχοι μου σπάνιοι, μονάχα η σιωπή,
χωρίς μια φωνή, χρόνια έτσι είχε μάθει.

Σου το πα ήμουν στάλα, σταγόνα βροχής,
η λάσπη που πέφτει, στο ουράνιο τόξο,
χωρίς αποθέματα, θάρρους και αντοχής,
μια ανάσα καρδιάς, προσπαθούσα να σώσω.

Η αλμύρα απλώθηκε πάνω μου και βαραίνει,
να μην μείνεις εδώ που κυλάνε οι βράχοι,
και μακριά μου να ζεις, τη ψυχή θα ζεσταίνει,
της αγάπης το φως, δεν θα είμαι μονάχη.

Κι αν κάπου το δάκρυ μου, δεις παγωμένο
να μην λυπηθείς, μα οι εικόνες δεν σβήνουν,
πάντα θα έρχονται και το βλέμμα θλιμμένο
θα κάνουν συνέχεια και σημάδια θα αφήνουν.

Ounkas
20/01/2013


Κι όμως μες την φωνή σου, άηχες λέξεις γυρεύουν,
κάποιο τρόπο να βρεις, να είναι πάντα κοντά σου,
κι όταν φτάνεις εκεί, που τα πάντα λατρεύουν,
σταματάς και κοιτάς, το μυαλό .. την καρδιά σου..

Αν αυτή η ζωή, ήρθε απλά για να ζήσεις,
σκέφτομαι γιατί άραγε, να σε πάει σε δρόμους,
που έχουν κάτι αλλιώτικο, μα αν το διεκδικήσεις,
θα διαλύσεις με μιας, των ανθρώπων τους νόμους?

Έτσι, όπως το νόμισμα, που έχει για όλους δυό όψεις,
το ίδιο και η ζωή, σου δίνει οδούς να διαλέξεις,
ή θα πρέπει κομμάτια, τη καρδιά σου να κόψεις,
ή όπου νιώθεις πως ζεις, εκεί πρέπει να τρέξεις.

Κι όμως δείχνει σωστό, για τους άλλους το λάθος,
δεν πειράζω κανέναν, δεν φωνάζω, ανασαίνω,
κλείδωσα στη καρδιά, στης ψυχής μου το βάθος,
για μένα ζωή ότι είναι και γιαυτό θα προσμένω.

Ounkas
19/01/2013


*
Έτσι ξαφνικά, μες της ζωής τον άδειο χρόνο,
μέσα στις μέρες που περνούσαν άχρωμες,
μες το βουβό και συνεχή του κόσμου, φθόνο,
και στων ωρών μου τις στιγμές τις άτονες,

τύλιξε πέπλο τη ματιά, μα και τη σκέψη,
πάνω μου απλώθηκε σαν χάδι, κάποιο βλέμμα,
που σαν μαγνήτης έκανε, το σώμα μου να στρέψει,
και ν αντικρύσει μια αλήθεια, μες το ψέμα.

Ήταν οι αύρες των ανθρώπων που γελούσαν,
μα όλες έμοιαζαν, με μπόρα πριν ξεσπάσει,
εκεί ανάμεσα, δύο λάμψεις ξεπηδούσαν,
αν και μονάχες τους, το φθόνο είχαν σκεπάσει.

Μέσα μου ένιωσα πως όλο αυτό , διαφέρει,
και τόλμησα κοντά του, να πλησιάσω,
ένα χαμόγελο γλυκό είχε να μου προσφέρει,
που πάλευα μέσα στο πλήθος, μην το χάσω.

Από εκείνη τη στιγμή, χρόνια περάσαν,
και δεν μετάνιωσα για της καρδιάς την κρίση,
οι λάμψεις γέλιο και ευτυχία με κεράσαν,
και της ψυχής μου το λουλούδι, είχε ανθίσει.

Ounkas
19/01/2013

Όλα αυτά τα γυαλιά που θες να πετάξω,
μην ζουν μέσα μου, μην με χαρακώνουν,
κι όσα ζω όμορφα, που θες να φυλάξω,
μάτια, που ότι κοιτάνε, βουρκώνουν,

σιγά τα κατάφερνα, λίγο να ελπίζω,
πως μες το σκοτάδι, γεννιέται το φως,
στη θάλασσα πέταγα, ότι αντικρίζω,
και πίστευα υπάρχει, για μένα ουρανός,

το γκρίζο, δεν σβήνεται κι ας μην έχει χρώμα,
μα έβαζα πάνω του, πινελιές θαλασσί,
τις ρίζες μου έμπηγα και πάλι στο χώμα,
να μοιάζει πως ζω, κι ας ήμουν μισή.

Προσπάθησα τόσο, για σένα ν αφήσω,
στην άκρη την θλίψη και την ερημιά,
το δάκρυ μου έκρυψα, τη φλόγα να σβήσω,
που τρέχει και καίει, ψυχή και καρδιά.

Μα όταν πλησίασα, με χαρά να σου δείξω,
τα πόσα κατάφερα, για σένα και μόνο,
δεν ήσουν εκεί, και πώς να κρατήσω,
μακριά μου το χείμαρρο που ρέει στο χρόνο?

Ξανά όπως άλλοτε, παράθυρα κλείνω,
τις πόρτες σφαλίζω και βάφω τον τοίχο,
αυτόν που για χρόνια, υψωμένο αφήνω,
και πάλι η λύπη, κυλά σ ένα στίχο...

Ounkas
16/01/2013


Ο λέξεις γέμισαν, ότι δεν βλέπεις με πληγές,
χιλιάδες στάλες που παλεύουν να με πνίξουν,
μέσα στα μάτια μου, γεννήθηκαν πηγές,
που τρέχουνε, νέα ποτάμια για ν ανοίξουν.

Κι όταν στερέψανε, έσκυψε πάνω η καρδιά,
να δει τί απέμεινε, ότι σπασμένο να μαζέψει,
κάποια κομμάτια, ριζωμένα ήταν βαθιά,
δεν είχε δύναμη, να βγουν, να την γιατρέψει.

Κάθε φορά, κάτι από εκείνη, μένει πίσω,
οι γρατζουνιές, γίνονται ουλές, αιμορραγούν,
πάντα συγνώμη, ξέρει πως θα της ζητήσω,
με συγχωρεί, μα τα όνειρα της, ναυαγούν.

Χάνομαι όμως, μες το βουβό λυγμό της,
δε λέει τίποτα, μα την ακούω πως θρηνεί,
κάθε ρωγμή καινούργια, ο χαμός της,
κάθε ανάσα της, φαντάζει μακρινή.

Τότε το βλέμμα, νύχια βγάζει και κρεμιέται,
σ ένα κενό, το πιο απροσπέλαστο, βαθύ,
μένει εκεί, κι από ένα τίποτα κρατιέται,
στο άπειρο του, ίσως μια μέρα, να χαθεί.

Πόση χαρά, να χω που πάντα τη τσακίζω?
κι αν προσπαθώ, τ αγκάθια της να σπάσω,
γεννιούνται νέα, την τρυπούν κι εγώ δακρύζω,
στον εαυτό μου θα κλειστώ και θα σωπάσω..

Ounkas
16/01/2013

Πάλι θάλασσα έγινα, μα δίχως γαλήνη,
πόσο πίσω γύρισα, ούτε πια που ξέρω,
έρημη κι απόμακρη, όπως η Σελήνη,
που να βρω τη δύναμη, πίσω να με φέρω?

Πάλι εικόνα έγινα, ένα σκίτσο γκρίζο,
λίγο αν με κοιτάξουν το μολύβι, σβήνει,
πώς μες το χειμώνα, για Άνοιξη να ελπίζω,
όταν απ τα σύννεφα, ο ουρανός μου κλείνει?

Ένα άστρο έγινα, που όλο γυρνάει χαμένο,
σε μια νύχτα που αστραπές και φωτιά σκορπάει,
όποιο δρόμο διάλεξα, βήμα κουρασμένο,
μπρος μου το απύθμενο, μα εκεί με πάει.

Ξανά βράχος έγινα, σ άδειο μονοπάτι,
γύρω μου φυτρώσανε, άγρια αγκάθια,
σ ένα σπίτι έρημο, έγινα σκαλοπάτι,
πάνω του δακρύζουνε, όνειρα κομμάτια.

Ένας στίχος έγινα, όπως κάθε χρόνο,
μέσα του έκλεισα καημό, ερημιά και κρύο,
περιστέρι έγινα, που πετάει μόνο,
ταξιδιώτης που έφυγε, δίχως ένα αντίο.

Ounkas
15/01/2013

Ποιός να ορίζει,της καρδιάς την διαδρομή,
από πριν λένε πως είναι χαραγμένα,
στου ουρανού μας τα κρυφά, μία γραμμή,
όνειρα, αλήθειες, στο καθένα μοιρασμένα.

Μα τα ΄γιατί΄, μοιάζουν να είναι αμέτρητα,
σώμα, ψυχη και νους, πώς ενωθήκαν?
κι αν είναι έτσι, γιατί όλα μοιάζουν ψεύτικα?
και οι ελπίδες στο άγνωστο, παραδοθήκαν?

Δεν βλέπεις ήλιο κι όμως φωτιές ανάβουν,
καίνε όσα ζεις κι όλα όσα αισθάνεσαι,
ρίζες γεννιούνται και πιο βαθιά σου σκάβουν,
για να τυλίξουν μες το χάος, όσα νοιάζεσαι.

Πότε θα ζήσουν, τα ΄θέλω΄μας στο χρόνο?
τόσοι κανόνες, τόσα ΄μη΄,  μας γέρασαν,
να ανασαίνεις, δυό στιγμές, ζήτησες μόνο,
κι αυτές γελάσανε και γρήγορα προσπέρασαν.

Σ αυτό το κόσμο, ποτέ η καρδιά δεν θα ανθίσει,
μένει βουβή, κρυμμένη μέσα στις σκιές της,
λεπτά στο απέραντο, παλεύει να κερδίσει,
και κλείνεται, ξανά μες τις σιωπές της...

Ounkas
14/01/2013

Αν είχα χαρά, θα έλεγα την έκλεψαν,
μα ποτέ δεν κράτησε, πάνω από στιγμές,
αν είχα χαμόγελο, θα λεγα το έσβησαν,
μα τα χείλη είχανε, λιγοστές γραμμές.

Ένα άστρο αν ήμουνα, θα λεγα ότι χάθηκα,
μες το απέραντο, του ουρανού, σεντόνι,
αν ήμουν λουλούδι, θα λεγα, μαράθηκα,
σαν ήρθε ο χειμώνας κι άπλωσε το χιόνι.

Μυστικό αν ήμουν, θα λεγα προδόθηκα,
απ τις λέξεις ΄κείνων, που δεν αγαπούν,
ένα πλοίο αν ήμουν, θα λεγα, δε σώθηκα,
κύματα τεράστια, πάνω μου χτυπούν.

Κέντημα αν ήμουν, θα λεγα πως ξέφτισα,
γιατί δεν προστάτεψα, την ύστατη κλωστή,
όνειρο αν ήμουν, θα λεγα, μπερδεύτηκα,
στα δεκάδες άλλα, που είχαν ξεχαστεί.

Μα ήμουν μικρή, μια πνοή στο αδύνατο,
μια ριπή ανέμου, μέσα στο βοριά,
πώς να μην χαθώ? φυλλαράκι ασήμαντο,
μες της καταιγίδας, την άγρια ομορφιά?

Ounkas
14/01/2013


Εδώ θα μείνω, το ξέρω πάλι μόνη,
να συναντώ κάθε πρωί την ερημιά,
στης άμμου μέσα, θα τυλίγομαι τη σκόνη,
αχτίδα ήλιου, να μην περνάει καμιά.

Εδώ θα μείνω, να μετρώ τα βήματα μου,
μέσα απ τα χρόνια που περνούν, να τα κοιτώ,
με άδεια όνειρα, βάρκες στα κύματα μου,
ν απομακρύνονται, χωρίς να τ αποκτώ.

Εδώ, με λέξεις που θυμάμαι θα δακρύζω,
εκείνες που έκαναν, να πάλευται η καρδιά,
μες τη ψυχή μου, την αγάπη θα αγγίζω,
μισή ζωή να ζω, δίχως καμιά παρηγοριά.

Κι αν κάποτε, κάποιος με δει που αντέχει,
να βλέπει πίσω απ το βλέμμα της στιγμής,
θα δει το είναι μου, στο άγνωστο να τρέχει,
και να αφήνει, το σημάδι μιας γραμμής.

Θα είναι ο δρόμος που χαράζει, σαν λεπίδα,
ποτάμι φλόγας, όσο το σώμα προχωρά,
χωρίς βροχή, καμιά δεν έμεινε ελπίδα,
χωρίς τις στάλες της, τίποτα πια δεν με χωρά.

Μα δεν ξεχνώ ποτέ, της ζωής την αύρα,
κι όσα γνώρισα, που τώρα ο χρόνος κρύβει,
ναι, τα σύννεφα όλα, τ ουρανού μου μαύρα,
μα η καρδιά, με τη δική σου σκέψη σμίγει.

Ounkas
13/01/2013


Σταμάτησε να τρέχει και ο χρόνος μακριά σου,
μέρες περνούσαν κάποτε κι ήταν σαν το λεπτό,
τώρα μες το καθρέφτη, βλέπω την ζωγραφιά σου,
τα μάτια κρύβω να μην δεις, το βλέμμα το σβηστό.

Δάκρυ κυλά στα μάγουλα, χαράζει ότι αγγίζει,
τίποτα πια δεν με χωρά, ματώνω σαν πληγή,
η Άνοιξη έφτασε μα εδώ, τίποτα δεν ανθίζει,
ακόμα κι αν τα χέρια μου, πληγώνω μες τη γη.

Δεν μπορώ κάτι πια να δω, ομίχλη με κυκλώνει,
τρόπους ψάχνει το μυαλό, απόψε μην λυγίσει,
μέσα μου σκύβω και κοιτώ, πόσο γοργά παλιώνει,
το ρούχο της φτωχής ψυχής, που χω χρόνια κεντήσει.

Ξέρω τί είναι ερημιά, μα αυτό πονάει τόσο!!
νύχια αόρατα τρυπούν, το σώμα μου, το γδέρνουν,
πιο λίγο θα ναι οδυνηρό, αν μόνη το σκοτώσω,
απ τα σπασμένα τα γυαλιά, που χαρακιές μου φέρνουν.

Δεν μπορώ κάτι να σκεφτώ, αυτό να σταματήσει,
προσπάθησα και προσπαθώ, μα λιγοστεύει η ελπίδα,
η θάλασσα που λάτρεψα, παλεύει να λυγίσει,
να καταπιεί στα βάθη της, την τελευταία σανίδα.

Δάσος θαρρώ πως έγινα, ναι, δάσος είμαι τώρα,
δεν βλέπω άλλο θάλασσα, μήτε καμιά στεριά,
πανύψηλους κοιτώ κορμούς, να στέκονται στη μπόρα,
δέντρα πελώρια κοιτώ, δίχως όμως κλαριά...

Ounkas
13/01/2013


Αντάρα έγινε και χιονιάς και κρύο και σωπαίνει,
αυτή η φωνή που έμενε, να λέει ΄πόσο μου λείπεις΄,
τώρα αχτίδα, μήτε φως, στα μάτια της πια μένει,
μόνο μια ομίχλη απλώθηκε, μορφή πάντα της λύπης.

Ounkas
12/01/2013

*
Μην μου λες θα περάσει, ξέρεις πως είναι ψέμα,
όσο γκρίζο είχα πάντα, τώρα μοιάζει ουρανός,
πώς να νιώσω ευτυχία, που είναι όλα χαμένα,
όσο ο χρόνος κυλάει, μοιάζει απλά πιο κενός.

Κι όμως φαίνεται απίστευτο, αλλά λίγο γελούσα,
κι όσα δεν φανταζόμουνα, ήρθαν με μια αγκαλιά,
ξέρω δύναμη θα βρισκα και πολλά θα μπορούσα,
αν οι λέξεις ζωντάνευαν, σήμερα όπως παλιά.

Μην μου λες δεν πειράζει, ξέρεις πως δεν υπάρχουν,
είναι λίγες οι ώρες, που γελούν στους ανθρώπους,
μες του χρόνου την δύνη, ξεγλιστρούν κι όλα φτιάχνουν,
μας υφαίνουν τα όνειρα, μα γεμάτα είναι κόμπους.

Μην μου λες είναι κύμα, θα περάσει, θα φύγει,
ξέρω πόσο φοβάσαι, που διαρκώς μεγαλώνει,
ήρθε στα ξαφνικά και όσα αγγίζεις τυλίγει,
μα αξίζει να ζεις, κάτι που δεν τελειώνει.

Ounkas
12/01/2013

Τώρα γυρίζω και ψάχνω, πού πήγαν?
τόσες στιγμές, που σαν ρούχο φορούσες?
τόσες ανάσες, που είναι?, πού φύγαν?
τόσα αστέρια, που πάντα κοιτούσες?

Και προσπαθώ, μες το νου να χωρέσω,
την ομορφιά της αυγής που έχεις θάψει,
κι όταν την βρω, λες ξανά να μπορέσω,
να δώσω πνοή, στη καρδιά όταν κλάψει?

Και η ελπίδα, που ζει και θυμάται,
τί να της πω, για να μην την πονέσω?
τα βράδια εδώ, μαζί μου κοιμάται,
τη μέρα ζητά, σ όσα θέλω να τρέξω.

Ακόμα κι αν φύγεις μακριά, να προσέχεις,
θηρία και άνθρωποι, πια δεν ξεχωρίζουν,
κι αν λύπη ποτέ σου, νιώσεις πως έχεις,
εδώ να γυρίσεις, που τα όνειρα ανθίζουν.

Ounkas
11/01/2013


Βρεγμένο ρούχο που το πέταξαν, μην στάξει,
μην πλησιάσει και λερώσει, ότι αγαπούν,
μια μουσική,  που ανάγκασαν να πάψει,
λύπη μην φέρνει, σε όσες ματιές γελούν.

Βιβλίο που έβαλαν φωτιά, να μην ανοίξει,
για να μην κάνει, επανάσταση η ζωή,
ήλιος που κρύψανε, για να μην βγει κι αγγίξει,
το πάγο που έχει η καρδιά μου, το πρωί.

Δέντρο που έβγαλαν, τις ρίζες απ το χώμα,
και τ άφησαν, πάνω στη γη να ξεραθεί,
σκιά μην ρίχνει, σε τούτο δω, το δώμα,
να ξεριζώσει ο αέρας, ότι μπρος του βρεθεί.

Σκίτσο που χάραξαν την ομορφιά να κλέψουν,
κανείς εδώ, μην σταματά και το κοιτά,
τα χείλη σφάλισαν, για να μην επιτρέψουν,
να ακούσει κάποιος, η καρδιά ότι ζητά.

Καλύβα που έβαλαν, φωτιά και διασκεδάζουν,
χορεύουν γύρω της, καθώς γκρεμίζεται,
δεν ξέρουν όμως, πως οι στάχτες που κοιτάζουν,
το σώμα μου είναι, γιατί η ψυχή.. χωρίζεται...

Ounkas
11/01/2013


Πάλι λέξεις χαράζω στο χαρτί,
κι αυτός ο χρόνος, γεμάτος εικόνες,
πάλι η καρδιά, δεν έχει γιορτή,
κλεισμένη, δεμένη, σε γκρίζες κολώνες.

Το μπλε που θα δεις, θάλασσα είναι,
κι αυτή η αχτίδα, το μικρό μου αστέρι,
για λίγο αν το θες, πλάι της μείνε,
γιατί δεν διαρκεί, πολύ καλοκαίρι.

Μπορείς να περνάς, ν αφήνεις σημάδι,
θα ήθελα τόσο, βαθιά να σε κρύψω,
για λίγο είναι φως, μετά το σκοτάδι,
κλειδώνει και εγώ, δεν μπορώ να σ ανοίξω!

Σαν μένουμε μόνοι, κανείς δεν γνωρίζει,
εγώ και εκείνο, δυό λύκοι !! αγρίμια !!
που ως το πρωί, κανείς δεν κερδίζει,
σκουπίζουμε δάκρυα, ερημιά και συντρίμμια.

Η μάχη σκληρή, σκιές που φωνάζουν,
κρατήσου μακριά, τις ώρες που τρέμω,
ήχοι και εικόνες και εμένα τρομάζουν!
σαν φεύγει η νύχτα, το σώμα μου σέρνω,

Ounkas
08/01/2013

Σταμάτησε το τραγούδι σου, απόψε,
πόση παγωνιά, φέρνει στο κορμί,
πάρε όσα έχω, μια νότα σου, δώσε,
πάλι ακροβατώ, στη λεπτή γραμμή.

Ερήμωσε η ψυχή μου και χάθηκε,
μες την συννεφιά, σ ένα λεπτό,
άνθος ζηλευτό, που τώρα μαράθηκε,
κι ένας ποταμός, με νερό καυτό.

Πάγωσε το όνειρο, κοίτα το πως τρέμει,
και το σώμα απόψε, το ακολουθεί,
είναι κι η βροχή, που τόσο επιμένει,
το μέσα μου πνίγει, για να μην σωθεί.

Ήρθε ο χειμώνας και ζωγράφισε,
ένα άσπρο τοπίο που ανασταίνει,
για όσα η καρδιά, κάποτε δάκρυσε,
για όσα η ζωή, δεν περιμένει.

Δεν αλλάζει τίποτα, δεν χάνεται,
όσες εποχές και αν προσπεράσουν,
από τις εικόνες ο νους, πιάνεται,
που έπεσαν νεκρές, πριν να γεράσουν.

Ounkas
08/01/2013