Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013


*
Όπου κι αν είσαι θα σε βρω κι αν δεν πιστεύεις,
νερό καρδιά μου θα γινώ, την δίψα σου να σβήσω,
κι άνεμος ήσυχος, γλυκός, τη φλόγα να δροσίσω,
φωνή θα γίνω, να το πω, σ ότι λατρεύεις.

Μακριά αν φύγεις, θα σε βρω και ένα δρόμο,
με τα δυό χέρια μου θα ανοίξω κι ας ματώσουν,
από τα μάτια σου, δάκρυ θα πιώ και τρόμο,
σε εμένα να έρθουν, εμένα να πληγώσουν.

Όπου κι αν είσαι, στο ουρανό σου ασπίδα
θα γίνω να κρατήσω, το φως να μην σε κάψει,
και θα φυσήξω σαν βοριάς, να φύγει η καταιγίδα,
κι όσα δεν βρήκες, η ψυχή για σένα θα τα ψάξει.

Κι αν θα αργήσεις, μέσα μου θα κρατώ κλειδί,
κι όταν γυρίσεις, θα στο δώσω να ανοίξεις πάλι,
στην πόρτα να βρεις όπως τότε, κείνο το παιδί,
που έπαιζε τόσο ήσυχο, στο έρημο ακρογιάλι.

Όπου κι αν είσαι, την αχτίδα θα σου στέλνω,
να σε ζεσταίνει, δεν την χρειάζομαι πια τόσο,
κι αν δεν μπορώ, σε σένα τη χαρά να φέρνω,
τότε ανάσα μου, τη ζωή μου θα σου δώσω.

Ounkas
02/01/2013


Ήταν φως κάποτε, υπήρχαν δρόμοι ανοιχτοί,
γεμάτοι κόσμο και παιδιά που σου γελούσαν,
οι άνθρωποι ήτανε, αγνοί ως και κουτοί,
όπου κι αν βάδιζες, πάντοτε σου μιλούσαν.

Υπήρχαν όνειρα, που χόρευαν στη βροχή,
κι ελπίδες έλαμπαν, στον ήλιο σαν διαμάντια,
μια άλλη ζούσανε από τούτη, άλλη εποχή,
χωρίς κανείς να έχει πλούτη και παλάτια.

Τώρα το πέπλο του ουρανού, πέφτει βαρύ,
και τα κορμιά όπως τα δέντρα, έχουν γύρει,
Άνοιξη έρχεται, μα ούτε εκείνη δεν μπορεί.
καρπούς χαράς, μέσα μας πια να σπείρει.

Οι δρόμοι έκλεισαν, από βράχους, βουνά,
και οι ματιές απ το χειμώνα, έχουν χρώμα,
όπου κι αν ψάξεις, δεν υπάρχει πουθενά,
κανείς να νοιάζεται και να πιστεύει ακόμα.

Και κάθε αυγή που έρχεται, ξεμακραίνει
την όποια σκέψη να αισθανθούν πάλι οι ψυχές,
λίγη είναι άλλωστε η ανάσα, μα προσμένει,
πως ίσως κάποτε, ζήσουμε όπως χθες.

Ounkas
02/01/2013

Αυτό που κάποιοι, ονομάζουν ξαστεριά,
πίστευα είναι καθαρό, ευτυχισμένο,
πώς δεν χανόταν, μέσα σε μια βραδιά,
πώς δεν γινόταν, βλέμμα λυπημένο.

Αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουνε ζωή,
πίστευα είναι, κάτι ωραίο, που γελάει,
πώς είχε πάντοτε αγέρα και πνοή,
και τους καημούς, ήξερε να νικάει.

Αυτό που κάποιοι ονομάζουν ουρανό,
εγώ το ξέρω πιο καλά απ το καθένα,
γιατί μαζί του, κάθε στιγμή περνώ,
και τ άστρα του, μετράω ένα ένα.

Αυτό που κάποιοι λένε είναι αλήθεια,
την είδα κάποτε μόνη να τριγυρνά,
αμέσως ένιωσα, πώς δεν ήταν συνήθεια,
αλλά ένα αίσθημα, που ο άνθρωπος ξεχνά.

Κι αν κάποιοι άνθρωποι, είπαν πως μ αγαπάνε,
γιατί με σπρώχνουν, να βρεθώ στο πουθενά?
γιατί μισούν την αγκαλιά και την πονάνε,
αφού δεν θέλουν, ν αγαπήσουνε ξανά?

Ounkas
02/01/2013

Αυτό το άγριο τοπίο, τα βράχια, η ερημιά,
τα παραθύρια, κάθε πρωί που ανοίγω,
μπρος μου το βλέπω, μια εικόνα, μόνο μιά,
βαδίζω πάντα μακριά του να ξεφύγω.

Σκοντάφτω πάνω στο χώμα, σε ρωγμές,
πέφτω, σηκώνομαι και λέω ΄δεν πειράζει΄,
κάθε λεπτό, ήχος μουντός, σαν εκκρεμές,
μέσα μου, κάθε του στιγμή, δρόμους χαράζει.

Πάλι ένας άνεμος, αρχίζει να με σπρώχνει,
και πριν προφτάσω, απ την έρημο να φύγω,
με μεταφέρει, σαν φτερό με προσγειώνει,
πίσω εκεί, που το παράθυρο ανοίγω.

Γιατί παλεύω!? Γιατί κάθε καινούργια μέρα,
λέω στη καρδιά ΄σήμερα θα τα καταφέρεις?΄,
γιατί κουράζομαι, αφού λίγο πιο πέρα,
ο χρόνος λέει, ΄πάψε πια να υποφέρεις΄.

Χωρίς ελπίδα, χωρίς κάτι να γεννιέται,
κοιτώ ψηλά κι εκεί το βλέμμα μου καρφώνω,
όσες πληγές κι αν άνοιξαν, δε λησμονιέται,
αυτό που έκανε, τον εαυτό μου να σκοτώνω.

Ounkas
01/01/2013

Κι είπα στον άνεμο, να πάρει την καρδιά,
μαζί του πάνω από την γη, να ταξιδέψω,
να κάνει στρώμα, τα μικρά, λεπτά κλαδιά,
να την γυρνά και την ματιά της να μαγέψει.

Να δει εκείνα, που η στεριά τα χει κρυμμένα,
από κοντά ν αγγίξει, του ουρανού το φως,
να βρει στα σύννεφα, κομμάτια της χαμένα,
κι από ψηλά να δει, πώς μοιάζει ο βυθός.

Να θυμηθεί όσα τα χρόνια έχουν σβήσει,
να αναστήσει, τις εικόνες που γελούν,
να αφήσει πίσω, όσα γκρίζα έχει γνωρίσει,
να δει τα μάτια σου, πάλι να της μιλούν.

Άνεμε, πάρε τη καρδιά κι απόψε πέτα,
σ όσα η ζωή, έχει κρυφά και τα φυλά,
κι εσύ ανάσα μου, χιλιάδες άλλες μέτρα,
πιάσε τες κι ας τες, σαν ποτάμι που κυλά.

Πάνω στο χιόνι, στις πλαγιές να περπατήσουν,
μες τις σπηλιές, να αφήσουν ίχνη τους,τριγύρω,
όταν περάσει εκείνος, να τον σταματήσουν,
στην αγκαλιά που αγαπώ, εκεί να γύρω.

Ounkas
01/01/2013

*
Δεν θέλησα, να σε κάνω να κλάψεις,
τρέχει ένα δάκρυ σου εκεί, χίλια εδώ,
δε θέλησα, με τις πληγές μου να τρομάξεις,
για λίγο μόνο, θα θελα να σε δω.

Προσπάθησα, το γέλιο το χαμένο να σου δείξω,
να αναστήσω, τα όνειρά μου, τα νεκρά,
δεν έκλαψα, για να μην σε λυπήσω,
μην μείνει η γεύση, απ τα δάκρυα τα πικρά.

Σου έδωσα, όση πνοή είχε το σώμα,
σου χάρισα, το λίγο φως που είχε η ψυχή,
αντάλλαξα, την ερημιά μου και το χώμα,
με δυό ελπίδες, για σένα και μια ευχή.

Κατάφερα, να σου μιλήσω για ότι αξίζει,
και τόλμησα! το σ αγαπών αισθανθείς,
τα λίγα σου έδωσα, που το μυαλό γνωρίζει,
και ζήτησα, για μια στιγμή να τα σκεφτείς.

Κοίτα τη θάλασσα, που ακίνητη δε μένει,
τη συννεφιά κι όλες τις στάλες του ουρανού,
κείνο το χιόνι, που την καρδιά σου, δένει,
με δυό εικόνες, που χαράχτηκαν στο νου.

Σου είπα σκέψου, κάτι που έχεις διαβάσει,
μια μπόρα που έκανε, τα χείλη να γελούν,
και την στιγμή, που μες το σώμα, έχει περάσει,
ως ένα σκίρτημα, που ελάχιστοι το ζουν.

Σε όλα αυτά και σ άλλα τόσα τριγυρίζω,
εκεί θα είμαι, ακόμα κι αν έχω χαθεί,
στις λέξεις θα μαι, πάντα να σου θυμίζω,
πως τ΄ όνειρο, αν δεν το ψάξεις, θα βρεθεί.

Ounkas
01/01/2013


*
Είδες πώς κρέμομαι, μονάχη στο κενό,
γνώρισες την αλμύρα των ματιών μου,
μ είδες να χάνομαι και πάντα να πονώ,
απ τα μαχαίρια, των αόρατων εχθρών μου.

Σου μίλαγα, για όλα αυτά που δεν θα δεις,
που έχουν ρίζες στη ψυχή κι όλο την πνίγουν,
είπες πως ήθελες, μια μέρα να τα βρεις,
ν ανοίξεις πόρτες, που για χρόνια δεν ανοίγουν.

Άκουσες τόσα, της καρδιάς μου μυστικά,
κι αγκάλιασες, μόνο τον άυλο εαυτό μου,
με κράτησες, μέσα στα χέρια, στοργικά,
κι ας ήξερες, πως έχω χάσει ότι δικό μου.

Ounkas
01/01/2013



Κάθε μου χθες, έρχεται την αυγή ξανά,
για να γιορτάσει, ένα σημάδι ακόμα,
φέρνει την λύπη, στο νου μου την γυρνά,
σεντόνι γίνεται, καλύπτει όλο το σώμα.

Κλείνει τις πύλες, άνεμος μην φυσά,
μην παρασύρει τα ξερά, πεσμένα φύλλα,
εκεί να μείνουν, να ναι όνειρα μισά,
να μην θυμώσει η ζωή και φέρει ζήλεια.

Κύμα που ξέσπασε και το νερό εισχωρεί,
εκεί που διέξοδο, δεν έχει και λιμνάζει,
πνίγει το γέλιο κι ότι άλλο μπορεί,
τα φώτα σβήνει, σαν η ψυχή γιορτάζει.

Δένει το άστρο, με κλωστή και το τραβά,
απ το δικό μου ουρανό, να μην περάσει, 
κρύβει τα λίγα, τα μικρά, τα ακριβά,
τα χρόνια τρέχει, η καρδιά μου να γεράσει.

Ν αντισταθώ, θέλω μα η Άνοιξη περνά
τόσο γοργά, που το κορμί παγώνει,
χιόνι και κρύσταλλο, γύρω ψηλά βουνά,
κι ένας αγέρας, φέρνει βροχή και σκόνη.

Κάθε μου χθες, έρχεται μόλις ξημερώσει,
σκεπάζει ήλιο, τ ουρανού το γαλανό,
μάταια παλεύει, η ανάσα να στεριώσει,
σ ένα τοπίο, που είναι πάντα σκοτεινό.

Ounkas
06/11/2012


Σιωπή, απέραντο κενό, φως δεν υπάρχει,
την αγκαλιά μου κλείνω και επιστρέφω,
σ ένα δωμάτιο, που η ζωή για μένα θα χει,
πάντα να μπαίνω και τα όνειρα να γνέθω

Είναι εκείνο, που για χρόνια κατοικούσα,
και που το άφησα, για λίγο ν ανασάνω,
είναι εκείνο, που απ το παράθυρο κοιτούσα,
να βρω το΄κάτι΄,που ποτέ μου δεν το φτάνω.

Εκεί γυρίζω, όταν οι λέξεις λιγοστεύουν,
κρύβομαι εκεί, σε μια γωνιά του παγωμένη,
κι όλο ρωτώ,το φως απ τ άστρα ποιός ληστεύει,
και μένει μόνη η καρδιά μου, πληγωμένη?

Τ' όνειρο άγγιξα, κι αν τώρα έχει φύγει,
είναι γιατί, σύννεφο ήτανε και σκόνη,
κι αν πίστεψα, πάντα θα με τυλίγει,
λάθος μου ήταν, η βροχή, το χιόνι, λιώνει.

Δεν ησυχάζω, δεν θυμώνω, δεν φωνάζω,
και αν εδώ θα κατοικώ, που να το ξέρουν?
είμαι εγώ? η κάποια άλλη, που της μοιάζω?
δεν έχω κάτι, άλλο να δώσω, να προσφέρω.

Ounkas
06/11/2012


Είδα για λίγο ένα φως, μα χάθηκε,
μέρες περίμενα, να έρθει μες το κρύο,
βάδισα τόσο, μα το κορμί, κουράστηκε,
κι ένα πρωί του φώναξα δειλά, αντίο.

Σ ένα καράβι ήμουν μικρό, αλλά ναυάγησε,
μα πιάστηκα από ένα ξύλο του και πάω,
να βρω στεριά μπροστά μου, πολύ άργησε,
με το μυαλό μου, στα σύννεφα πετάω.

Ένα βουνό, είδα πλάι μου και ανέβηκα,
γλίστρησα όμως, πριν φτάσω στη κορφή του,
δεν υποχώρησα και στα μισά του ξαναβρέθηκα,
θα συνεχίσω, κι ας με τρομάζει η μορφή του.

Θέλησα και ένα, με την άμμο να γινώ,
κυλίστηκα στο σώμα της και χόρεψα,
τα πόδια μάτωσαν, μ αντί για να θρηνώ,
να ξαναβρώ ένα χαμόγελο μου, μπόρεσα.

Σε ένα βράχο πάνω, στάθηκα και μέτρησα,
κάθε πληγή, που το ταξίδι μου έχει αφήσει,
ήταν πολλές, μα απ τις στιγμές του κέρδισα,
λίγες ανάσες.. η ψυχή μου για να ζήσει.

Ounkas
03/11/2012


Η νύχτα πέφτει, αλλά εκείνη δεν κοιμάται,
δεν ησυχάζει, κι αν ματώνει, δεν το δείχνει,
δύναμη έχει, όμως κάτι που φοβάται,
είναι οι ματιές, που το φεγγάρι ρίχνει.

Σαν να της λέει από την μια, είμαι κοντά σου,
και όσο σθένος έχει χάσει, της χαρίζει,
κι από την άλλη μαρτυρά τα μυστικά της,
και κάθε όνειρο, από ένα βράχο το γκρεμίζει.

Όπως τα τζάμια, που θολώνουν και σκουραίνουν,
όταν παλεύουν, με τον ήλιο και το χιόνι,
έτσι οι πνοές της, σιγά σιγά πεθαίνουν,
και το φεγγάρι, μες τη φλόγα του, τις λιώνει.

Όπως τα βλέφαρα, που οι λύπες τα βαραίνουν,
κι όσοι είναι δίπλα μας, φεύγουν,μένουμε μόνοι,
έτσι οι σκιές του, ποτέ τους δεν χορταίνουν,
να κλέβουν φως, να σκοτεινιάζουνε οι δρόμοι.

Όπως τα δέντρα, που κουράζονται και γέρνουν,
αλλά κανείς δεν τα προσέχει, δεν τα βλέπει,
τα άστρα γύρω του, θλίψη και σκόνη φέρνουν,
και κάθε αγώνα μου, η παρουσία του κλέβει.

Ounkas
30/10/2012


Ψάχνω σε πράξεις, να βρω τη λογική,
κι ανοίγω δρόμους, που οδηγούν στο γκρίζο,
χρόνια περάσανε, μα μόνο μερικοί,
είδαν το απέραντο, που πάντα ατενίζω.

Σωστό ή λάθος, μεγάλο η μικρό,
βήματα όλα, στης ζωής τα μονοπάτια,
δάκρυ που στάζει, γλυκό μα και πικρό,
μας οδηγεί, σ όλα τα σκαλοπάτια.

Έχτιζε ο ήλιος, σε ερείπια, μορφές,
και τις κοιτούσα, σαν να θέλανε εμένα,
χλωμό φεγγάρι, άγγιζε τις κορφές,
σαν να μου έδειχνε, όλα τους τα κρυμμένα.

Ζήτησα κάποτε, δρόμο για να διαβώ,
τ άστρα μαζεύτηκαν, κι έσβησαν ένα ένα
άφησαν όμως μια γραμμή, εκεί τραβώ,
να βρω ότι έχασα, κομμάτια απο μένα.

Μπορώ να υπάρχω και χωρίς αυτά, μπορώ!,
και πιο μισή απ τους μισούς, να συνεχίζω,
σε κάθε λύπη έμαθα, μέσα της να χωρώ,
και το μαύρο λευκό, πάντα να ονοματίζω.

Ounkas
27/10/2012


*
Την άμμο απ την έρημο, κατάφερες να διώξεις,
πιο μακριά απ την πνοή, που σφιγγε τη καρδιά μου,
τα βαλες με τον ουρανό, το γκρίζο του να σπρώξεις,
έφερες χρώμα κι έβαψες, τη λιγοστή χαρά μου.

Και να κουρνιάσω μ άφησες, στην ήρεμη αγκαλιά σου,
μου είπες όταν θα πονώ, να ρχομαι να ησυχάζω,
δεν ζήτησα απο σένανε, τα χάδια, τα φιλιά σου,
τα πλούτη εκείνα της ψυχής, μ άρεσε να διαβάζω.

Αυτή η δική σου ζεστασιά, η αλήθεια, η ελπίδα,
αφέθηκαν και βρέθηκαν, μαζί μου να γυρνάνε,
κι ευχαριστώ που δυό φορές, έγινες μια ασπίδα,
και τις λύπες μου έκανες, άλλο να μην πονάνε.

Ξέρω πως δεν το πίστεψες, όμως άγγελος ήσουν,
τις δυό φορές που ο λογισμός, μ έσπρωξε στο σκοτάδι,
τα λόγια σου εδώ πέταξαν, με ολόλευκα να ντύσουν,
τα λαβωμένα μου όνειρα, το τελευταίο βράδυ.

Λες και η φωνή σου ήταν εδώ, την άκουσα να λέει,
πως η καρδιά δεν το μπορεί, να ζήσει μακριά τους,
την ώρα που η ζωντάνια τους, άλλο πια δεν θα καίει,
κι αυτή η ψυχή θα έσβηνε, απο τα δάκρυα τους.

Ounkas
26/10/2012