Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016



Κι εκεί που η θάλασσα έμοιαζε γαλανή,
κι ο άνεμος, σχεδόν είχε κοπάσει,
μες τη ψυχή, η θύμησή σου τόσο αγνή,
κάνει το νου, πολύ να θέλει να τη φτάσει.

Μα ήρθαν κύματα και σύννεφα σωρό,
σκέπασαν ότι θαλασσί, τα μάτια είδαν,
ούτε το γέλιο να κρατήσω δεν μπορώ,
δεκάδες δάκρυα, έτρεχαν και το πνίγαν.

Σκοτάδι σκέπασε το σώμα και πονά,
ξανά σε εκείνο το βουβό δρόμο μονάχη,
τη νύχτα πίστευα, εδώ θα σε γυρνά,
μα σ ενός βράχου με πετά, πάνω την ράχη.

Τόσο αγωνίζομαι να βρω λίγη στεριά,
κανείς δεν είδε, πως βαθιά έχω βουλιάξει,
πάνω μου στέκει ένα βουνό, τόσο βαριά,
η ζωή μου έγινε και πώς να την αλλάξει?

Με θλίψη γέμισε η αύρα και θρηνεί,
πως σ όλο τούτο το κενό, βρέθηκα μόνη??
η καρδιά τσακίστηκε, βάρκα δίχως πανί,
κι η ερημιά, σαν τότε, εδώ και με κυκλώνει…

Ounkas
10/2016


Σύννεφα τύλιξαν τον ουρανό και κοίτα,
τον ήλιο αμέσως σκέπασαν και τρέχουν,
πριν ξεκινήσει η βροχή, κρυψώνα βρήκα,
γιατί οι στάλες τους, οίκτο άλλο δεν έχουν.

Η μπόρα ότι έχτισα, ξέρω θα παρασύρει,
σ ένα ποτάμι που γοργά, κυλά και αγριεύει,
ομίχλη και βαριά σκιά, πάνω απ το μοναστήρι,
κείνο που πέρα απ το βουνό, την ομορφιά σμιλεύει.

Οι καταιγίδες των καιρών, σημάδι το χουν βάλει,
στο πιο ψηλό σημείο του, τραβά τους κεραυνούς,
κι όσες ψυχές το κατοικούν, με υπομονή μεγάλη,
προσμένουν άλλη μια φορά, ανέμους ικανούς,

να το τσακίσουν, να το κάνουν να γκρεμίσει,
να το νικήσουν, να το δουν, κατεστραμμένο,
να φυλακίσουν, όσες καρδιές το έχουν χτίσει,
να μείνει ερείπιο, απ όλους ξεχασμένο.

Δε θέλω κάπου να στραφώ, απόψε ο δρόμος,
θα μ οδηγήσει, σε ότι πρέπει να συμβεί,
ή θα νικήσουν, θα διωχθεί όλος ο πόνος,
ή θα ακουστεί, της μοναξιάς μου η κραυγή.

Ounkas
10/2016