Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012


Κι ολοι μιλούσαν και γελούσαν στη γιορτή,
σε μια γωνιά, καθόμουν μόνη και κοιτούσα,
 κομμένη ανάσα κι απο βήμα πιο συρτή,
αργή και κουρασμένη, πάλι εσένανε ζητούσα.

Πλήθος, φωνές, φίλοι, γνωστοί, μια συντροφιά,
διψούσαν για να δουν, ν ακούσουν, να γνωρίσουν,
κι ενώ χαιρόμουν, μέσα μου, καμιά ομορφιά,
δεν μπόρεσαν οι λέξεις, στιγμή να μου χαρίσουν.

Μα κάπου εκεί που όλοι τους, είχανε σηκωθεί,
λίγο πριν κλείσουνε τα φώτα και χαθούμε,
μια παρουσία, είχε εκεί... δίπλα μου σταθεί,
σαν κάτι να 'θελε, εγώ κι εκείνη να βρεθούμε.

Μία γυναίκα, που είχε δει, χωρίς να ξέρει
καν τ όνομα μου, της ψυχής μου τα κρυφά,
είχε διαβάσει, όσα το βλεμμα μεταφέρει,
χωρίς να θέλω, κατευθείαν απ τη καρδιά!

Μου πε για μένα, να τα κρατώ, δεν πρέπει,
γιατί είναι χίλιες, οι ψυχές που καρτερούν,
ν αγγίξουν όσα, η ματιά μας δεν βλέπει,
αλλά οι πνοές μας, πανω τους για ζωές, φορούν.

Μ ένα καφέ κι ένα τσιγάρο, την θυμάμαι,
τώρα ξημέρωσε και στο μυαλό μου καθαρά,
είναι τα λόγια της, στη σκέψη μου γυρνάνε,
τα πιο σοφά κι αληθινά... πρώτη φορά...

Ounkas
07/08/2012


Βροχή, πάντα  βροχή και στάλες που χτυπούν,
άλλοτε σιγανά τη γη κι άλλοτε την πληγώνουν,
τα φύλλα της καρδιάς, πότε απλά ακουμπούν,
και πότε με μανία, νιώθω πως τα ματώνουν.

Ήχοι, πάντοτε ήχοι κι ανάσες που μπορούν,
να δώσουν χρώμα στην ματιά, να ζωντανέψουν,
όσες ψυχές είναι ανοικτές, όσες μπορούν ν ακουν,
μα άλλες, δεν έχουν μια πνοή, να τις μαγέψουν.

Σιωπή, πάλι σιωπή και σύννεφο που στέκει,
πάνω απ την άχρωμη ζωή, που περιμένει,
τι φέρνει? εκείνο καρτερά να δει? αντέχει?!,
το σκοτεινό τοπίο του, το γκρίζο που επιμένει?

Μαζί, ένα μαζί και ένα γιατί, που αναζητά,
το άστρο που ήρθε και γέννησε ελπίδα,
ένα άδειο βλέμμα, που την θάλασσα κοιτά,
και χτίζει τείχη, στη πληγή σαν μια ασπίδα.

Κορμί, κενό, μισό κορμί κι ένας γκρεμός,
απο τα δύο, τί πιο καλό, να το διαλέξει?
στο σώμα ερήπια, σκιά κι ένας θυμός,
δεν προλαβαίνει τη ζωή, όσο κι αν τρέξει.

Ounkas
05/08/2012


Ακόμα μια φορά, απόψε ξαγρυπνώ, μέσα σε σκέψεις,
σε όνειρα που ο χρόνος έσβησε, πριν γεννηθούν,
μέσα στη ψυχή μου κολυμπούν, χίλιες θλιμμένες λέξεις,
κι από αυτές καμιά δε θέλει, απ το κύμα να σωθούν.

Για ακόμα άλλη μια βραδιά, τα μάτια δεν θα κλείσουν,
γιατί τα σκιάζει μια μορφή, μια εικόνα, μία σκέψη,
προσπάθησα όσο ποτέ, πίσω να την αφήσω,
μα να την σβήσω δεν μπορώ, σαν παραπάνω λέξη.

Το δάκρυ που δεν έτρεξε, μαχαίρι με δυό όψεις,
η μια μεριά του μ απειλεί, μα αμέσως μ αγκαλιάζει,
΄την τελευταία αναπνοή, εμπρός έλα να κόψεις!΄,
φωνάζω μα ειρωνικά, γελά και δεν πλησιάζει.

Η άλλη κόψη του ακουμπά, μέσα μου και βαραίνει,
κάθεται πάνω στη ψυχή και κάτι μουρμουρίζει,
να την θυμώσω προσπαθώ, μα εκείνη επιμένει,
να με κρατά εδώ μισή . . .,  ζωή να μου χαρίζει..

Ounkas
25/07/2012

Εκεί που η μπόρα, η βροχή, λες, πάει να κοπάσει,
τα σύννεφα να διαλυθούν και να στεγνώσει η γη,
εκεί που ένα χαμόγελο, στα χείλη πάει να σκάσει,
γεμίζοντας με ήχους πολλούς, την παγερή σιγή,

πάλι ο άνεμος φυσά και ο ουρανός σκουραίνει,
ο ήλιος κρύβεται ξανά κι άλλη μάχη, δεν δίνει,
ξέρει πως πάντα τον πονά, ότι μαζί του φέρνει,
να δει, δε θέλει άλλη φορά, τώρα το τί θα γίνει.

Δεν είναι τα θεριά της γης, μόνα τους δεν παλεύουν,
ούτε η καρδιά που πίστεψε, το κρύο πως τελειώνει,
είναι τα μάτια της ψυχής, αυτά μόνο μαντεύουν,
πως δεν θα φύγει η παγωνιά κι ας το κορμί ματώνει.

Δεν της αρκούν λίγες στιγμές, δεν τις αρκούν οι νύχτες,
να κλέβει απ τις αναπνοές και εκείνες να την ζούνε,
οίκτος δεν ξέρει τί θα πει, μόνο τους λεπτοδείκτες,
πίσω κάθε λεπτό γυρνά, άνθρωποι μην τους δούνε.

Διψά για όνειρα ζωντανά, τρέφεται και πηγαίνει,
πάντα μπροστά, πάντα μακριά, εκεί που όλα αλλάζουν,
φωνές και ήχοι όλο αντηχούν, δεν ξέρει να σωπαίνει,
κι όποιος διαβάτης κει βρεθεί, τις σκέψεις του, σκεπάζουν.

Ounkas
22/07/2012