Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016



Έσκυψα στη ψυχή, να δω αν δρόμο βρήκε,
αν οι μήνες αυτοί, άλλαξαν τα χρώματα,
αν η αύρα της θάλασσας, κοντά της βγήκε,
και το σκοτάδι, άνθη γέμισε κι αρώματα.

Σκούπισα το δάκρυ, να δω αν θα τρέξει,
να ξέρω αν η γαλήνη, εδώ θα κατοικεί,
αν χάθηκαν τα σύννεφα και δεν θα ξαναβρέξει,
ή πάλι θα ακούγεται, η ίδια μουσική?

Ένα βήμα προχώρησα, να νιώσω αν διαφέρει,
το γκρίζο μονοπάτι, που πάντα ακολουθώ,
τον ουρανό μου κοίταξα, να δω αν έχει φέρει,
το άστρο το ομορφότερο, μαζί του να χαθώ.

Το πρόσωπο μου άχρωμο κι ας βγήκε το φεγγάρι,
χλωμό, θλιμμένο και βουβό, το βρίσκει άλλη μια νύχτα,
τίποτα δεν αλλάζει πια, κι αυτό το καλοκαίρι,
βαριά η ψυχή μου πλάγιασε, χωρίς μια καληνύχτα.

Έσκυψα και την κοίταξα, πάνω μου έχει γύρει,
« μην μου φοβάσαι και ποτέ , ποτέ δεν θα σ αφήσω,
ψάχνουμε κάτι άλλο εμείς, ίσως ένα ακρωτήρι,
να ζούμε όσα πιστεύουμε, δεν θα σου το στερήσω».

Ounkas
10/01/2016


Ξημέρωσε κι ο άνεμος σφυρίζει θυμωμένος,
ή μήπως λέξεις είναι, που θέλουν να ακουστούν?
απ το φεγγάρι και τα αστέρια, γεννημένος,
κύματα βγαίνουν, στην άμμο να πιαστούν.

Πάνω στο σώμα της, αφρός να ζωγραφίζει,
τα μυστικά, που στο βυθό είναι κρυμμένα,
χιλιάδες μάτια την κοιτούν, μα αυτή ελπίζει,
κάποια απ όλα, να αντικρίσουν τα θαμμένα.

Ίχνη πολλά, μα ελάχιστα μπροστά της σταματάνε,
δεκάδες βλέμματα, μόλις που την αγγίζουν,
κάποιων τα βήματα, μένουν εκεί, την ακουμπάνε,
κι από τις στάλες της, συναίσθημα γεμίζουν.

‘Κείνες είναι όλες οι ψυχές, που μόνες μείναν,
την θλίψη της, μόνο αυτές μπορούν να νιώσουν,
όπως κι η θάλασσα και τούτες, μόνο δίναν,
τα τόσα ψάχνοντας, κομμάτια τους να ενώσουν.

Κι ένα μοναδικό ταξίδι, έτσι κάπως ξεκινά,
με ιστορίες που σε εικόνες, μετατρέπουν,
εδώ κι εκεί η ψυχή, σαν θάλασσα γυρνά,
τον άνεμο, μες το βυθό της, πάντα θα γυρεύουν.

Ounkas
10/01/2016


Ψάχνω μια σκέψη, πάνω της ν ακουμπήσω,
μαζί της ταξίδι, ο νους μου να κάνει,
στα κρύα νερά, να μην κολυμπήσω,
να βρω το μικρό μου, απάγκιο λιμάνι.

Φιγούρες πετούν, φωνάζουν, γελάνε,
το γκρίζο μου χρώμα, απλά τις κοιτάζει,
για όνειρα που ‘χουν, ακούω, μιλάνε,
μα η θλίψη μου δρόμους, συνέχεια χαράζει.

Μικρές ιστορίες, στη ψυχή μου θυμίζω,
στιγμές που τις ζήσαμε, γαλήνιες νότες,
τραγούδι της έγραψα, της το ψιθυρίζω,
σαν βήμα νηπίου, σαν λέξεις του πρώτες.

Το ολόλευκο σύννεφο, που πάντοτε τρέχει,
μια μέρα αν προλάβω, το φως του θα ρίξει,
μα δεν το προφταίνω… εδώ πάντα βρέχει,
δεν θέλει αχτίδα, του ήλιου να αγγίξει...

Και πάλι σιωπή, δεν ζητώ.. δεν θυμώνω…
αγρίμι η θάλασσα, τόσα χρόνια όμως έχω,
μια αίσθηση πως, δοκιμάζει αν το πόνο,
αντέχω στα βάθη της, γιατί πάντα εκεί τρέχω…

Ounkas
06/01/2016


Μικρές στάλες βροχής, στο πρόσωπο μοιάζουν,
σαν γκρίζα διαμάντια, στο χρόνο χαμένα,
ανάσα, αντοχές, διαρκώς τις προστάζουν,
και τ άστρο που σβήνει, έγινε ένα με μένα.

Οι μέρες περνούν, άχρωμες και σκληρές,
με κουρασμένο το νου μου, ως τη δύση,
σκέψεις γυρνούν, είναι τόσες πολλές,
που δεν αφήνουν, τη πληγή να κλείσει.

Σε μια θάλασσα απότομη και τόσο βαθιά,
βήματα ψάχνουν, ένα βράχο να ανέβουν,
θέληση, δύναμη, θάρρος, σε μια γροθιά,
μα οι ελπίδες, όλο ένα και στερεύουν.

Στα μάτια φαίνεται, ένα μικρό νησί,
φαντάζομαι , πως στην ακτή του βγαίνω,
χτίζω καλύβα, που χωράμε εγώ και εσύ,
δυό τρία σκαλιά,  να φτιάξω κι ανεβαίνω.

Και κολυμπώ, όσο πιο γρήγορα μπορώ,
όταν θα ‘ρθεις, όλα να τα έχω ετοιμάσει,
μα άλλα θέλει το μυαλό κι άλλα το νερό,
κύματα πνίξαν το κορμί και πώς να τα δαμάσει?

Ounkas
05/01/2016



Φεγγάρι μισό, το φως του σκορπίζει,
και σχήματα φτιάχνει, που δεν τα γνωρίζω,
το σύννεφο σκέπασε, ότι γυαλίζει,
κι εγώ σαν γυαλί, απόψε ραγίζω.

Απέραντος τόπος, της καρδιάς τα ποτάμια,
πολλά θα βαδίσεις, μα άλλα θα χάσεις,
δεκάδες των δρόμων, τα έντιμα αλάνια,
που θες της ψυχής τους, τα ωραία να φτάσεις.

Ρωτάς τη βροχή, να σου πει τι θυμάται,
η τόση ερημιά, από πότε φωλιάζει,
μα εκείνη σιωπά, κάνει σαν να κοιμάται,
γιατί η απάντηση, το ξέρει… τρομάζει…

Βουβή μες τους ξένους, το φως όλο ψάχνει,
κι αν λίγο το βρει, στο πλάι του μένει,
σελίδες με λέξεις, γεμίζει και φτιάχνει,
τη θλίψη κι απόψε, να ‘ρθει σαν προσμένει..


Ounkas
04/01/2016