Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Σου πα πως θέλω ν αλλάξω ουρανό,
και μου πες, ίδιος είναι σ όλο το κόσμο,
σου πα η καρδιά μου, έχει τεράστιο κενό
και μου πες βγες, και βάδισε στο δρόμο.

Φώναξα πως αυτή η ζωή, δε με χωρά,
και μου πες "έλα, κοίτα την ομορφιά της",
τα ρούχα σου 'δειξα, που η ψυχή φορά
και έφυγες τρέχοντας, από την αγκαλιά της.

Το ψέμα ξέρω και εγώ πως δεν κοστίζει,
μα σε αυτό, να ζω, δε θέλησα ποτέ μου,
γύρω την Άνοιξη, βλέπω κι εγώ που ανθίζει,
μα προτιμώ να ακούω την πνοή του ανέμου.

Πραγματικά, όσα μου λέγανε περίμενα,
να δω, ν αγγίξω, καθώς θα μεγαλώνω,
μα σας κακογραμμένα, μοιάζουν κείμενα,
οι ώρες τις ζωής και εγώ παγώνω.

Γι αυτό εσύ, στο φως πήγαινε που βλέπεις,
και δώσε στη ψυχή σου, ότι πολύ αγαπά,
αυτά που λέει η καρδιά, μην ανατρέπεις,
έρχεται αγέρας και ότι βρει το σκορπά.

Ounkas

13/03/2013
*
Σαν να μην έφυγες ποτέ, σαν να είσαι εδώ,
από τους δρόμους που βαδίζαμε, περνάω,
σαν απ το χέρι μου, σφιχτά να σε κρατώ,
σε κήπο μέσα, περπατώ και σου μιλάω.

Κάποιες φορές, πλάι στης θάλασσας το κύμα,
κάθομαι ώρες και λέω πως είσαι εκεί,
της παρουσίας σου, ίσως κόβεται το νήμα,
μα είσαι μέσα μου και σε ακούω με προσοχή.

Θυμάμαι εκείνες τις φορές που κολυμπούσα,
μες τα νερά της θάλασσας μας και στεκόσουν
λίγο πιο πέρα και εγώ κάθε λίγο γυρνούσα,
σε έβλεπα κι ήθελα, οι στιγμές να μην τελειώσουν.

Κι άλλες φορές, η σκέψη τόσες ανασταίνει,
εικόνες που ήμασταν μαζί, μια αγκαλιά,
της ερημιάς μου το σκοτάδι να ζεσταίνει,
κι οι ήχοι σου, σιγά ανεβαίνουν τα σκαλιά.

Σαν να μην έφυγες ποτέ, σαν ξημερώνει,
ζω στο μαζί, σ αυτήν την άχρωμη ζωή μου,
λένε τρελάθηκα, μα δεν γνωρίζουν πως ματώνει,
χωρίς εσένα, κάθε ανάσα απ τη πνοή μου.

Ounkas
09/03/2013


Μικρή μου καρδιά, σ αγαπώ μα φοβάμαι,
πως άλλη ζωή, μου είπαν θα γνώριζα,
σχεδόν κάθε μέρα, για πόσα λυπάμαι,
μου είπαν θα ενώνω, εγώ όμως χώριζα.

Τη ψυχή απ τη σκέψη, να μην πλησιάζουν,
την καρδιά απ το γέλιο, να μην ακουμπούν,
το χρόνο απ το τίποτα, μονάχα διατάζουν,
κι αν δεν κάνω κάτι, το θυμό τους σκορπούν.

Καρδιά μου φτωχή, φυλακή είναι οι μέρες,
ζουν στην σιωπή, όλα όσα αγαπάς,
πονάνε τα ΄πρέπει΄τη ψυχή μου σαν σφαίρες,
σ αυτά που εσύ θέλεις, δεν κάνει να πας.

Ο χρόνος κυλά και λύπη όλο φέρνει,
δε ξέρει κανείς, ο νους πού γυρνά,
αυτά που λατρεύω, μακριά μου τα παίρνει,
τις νύχτες η πίκρα, συχνά με ξυπνά.

Τί πρέπει καρδιά μου, ακόμα να δώσω?
για να μου χαρίσει, η ζωή λίγο φώς?
νιώθω τα όνειρα, πως πρέπει να σώσω,
μα αλλού με πηγαίνει, του χρόνου ο βυθός.

Ανάσα μου ξέρω, θα μείνεις θλιμμένη,
τα δάκρυα μέσα σου, συνεχώς θα κυλούν,
η φλόγα όμως πάντα, θα είναι αναμμένη,
κι οι λέξεις σαν ψίθυροι, βαθιά θα μιλούν.

Ounkas

07/03/2013
*
Εκεί να ψάξεις, σ όσα οι άνθρωποι πετούν,
σ αυτά που βλέπουν, μα δεν καταλαβαίνουν,
γύρεψε εκεί, σ όσα πληγώνουν κι αδικούν
τα αληθινά, σ όσα τα πλήθη, ποτέ δεν επιλέγουν.

Ψάξε εκεί, που όλοι τη πλάτη τους γυρνούν,
που μια ματιά ρίχνουν κι απλά ξεχνάνε,
ψάξε σε εκείνα, που φωνάζουν πως μισούν,
στα όνειρα τους που σκορπούν, γιατί γερνάνε.

Εκεί να δεις, στα ερείπια που πίσω αφήνουν,
στα κάστρα που έχτισαν, στο κύμα και χαθήκαν,
κοίτα σε όσα, αυτοί δεν θέλουνε να γίνουν,
σε όσα έθαψαν βαθιά και δεν βρεθήκαν.

Δες στην αυγή, που εκείνους δεν αξίζει,
βρες το φεγγάρι, που είναι μισό και δεν κοιτούν,
σ όσα φοβούνται, γιατί ο νους, δεν τα γνωρίζει,
αγκάλιασε τα και άφησε τα ν ακουστούν.

Μείνε κοντά, σε όσα οι άλλοι εγκαταλείπουν,
δώσε πνοή, σε όσα απίστευτα κι αδύνατα,
σ όσα είναι μόνα κι από κανέναν πια δε λείπουν,
ψάξε με εκεί, εκεί που όλα, μοιάζουν τίποτα...

Ounkas

05/03/2013
*
Ένα πρωί, τα λόγια σου έκανα ελπίδα,
ξεκίνησα να ανεβαίνω εκείνο το βουνό,
βήματα λίγα, είχα κάνει όταν είδα,
μπρος μου ανθρώπους, σε ένα δρόμο στενό.

Κάθε ένας τους, μαζί του κουβαλούσε,
διάφορα πράγματα, πολλά, τόσο βαριά,
κι άκουσα ο ένας τον άλλον πως ρωτούσε,
αν ποτέ φτάσουν, στην απέναντι μεριά.

Ακολουθούσα, απ τα βήματα τους, πίσω,
εγώ δεν είχα, μαζί μου κάτι να κρατώ,
μόνο απορίες, μέσα μου για να λύσω,
και τη φωνή σου, στη ψυχή μου φυλαχτό.

Κάποια στιγμή, το μονοπάτι, έγινε δυό,
κανείς δεν ήξερε, ποιό απ τα δυό να πάρει,
από μακριά, στο ένα υπήρχε ένα χωριό,
τ άλλο ξερό, χωρίς νερό, χωρίς χορτάρι.

Ώρες καθίσανε, στο σταυροδρόμι εκείνο,
ν αποφασίσουν, ποιό δρόμο να διαλέξουν,
μα εγώ προσπέρασα, το πλήθος να αφήσω,
γιατί τα όνειρα μου, ήξεραν που να τρέξουν.

Σε μια γη άγονη, μα τόσο αγαπημένη,
εκεί που ξέρει η καρδιά μας να μιλά,
εκεί που ο αέρας τη ψυχή πάντα ανασταίνει,
εκεί είναι όλα, όσα η ζωή, δεν μας πουλά.

Ounkas

04/03/2013

Το τρένο που κάποτε, μαζί του έτρεχες,
μέχρι να βγει απ το σταθμό, ακολουθούσες,
που με τα χέρια σου, έκανες πως έσπρωχνες,
κι όταν γυρνούσε, πάλι εκεί το συναντούσες,

μένει ακίνητο και δεν υπάρχουν επιβάτες,
στις ράγες φύτρωσαν αγκάθια και κλαδιά,
που μοιάζουν απ τον άνεμο, υπνοβάτες,
καθώς σαλεύουν, λες και κρατάνε τα κλειδιά.

Τζάμια μισά, κλειστά η και σπασμένα,
θυμίζουν όσους, χαιρετούσαν φεύγοντας,
με τα κορμιά τους, σχεδόν έξω, κρεμασμένα,
γελώντας, έλεγαν ΄αντίο΄, ή κλαίγοντας.

Τώρα σιωπή, εδώ κανείς δεν περπατά,
στην αποβάθρα, που με τον καιρό, γερνάει,
παιδιά μονάχα, για λίγο έρχονταν κλεφτά,
τρύπωναν κι έκαναν, πως κάπου θα τα πάει.

Σταματημένο εκεί, μπρος μου, δίχως επιβάτες,
μες την απόλυτη σιωπή, μες το σκοτάδι,
μόνη ζωή, λίγα κλαδιά, σαν τους διαβάτες,
κινούνται λες και του χαρίζουν, ένα χάδι...

Σ ένα παγκάκι, απέναντι του καθισμένη,
ένα ΄γιατί΄, γυρεύει ο νους να απαντήσει,
ότι γερνάει και μεγαλώνει, δεν πεθαίνει..
κι όμως εμείς, σε μια στιγμή, το 'χουμε σβήσει...

Ounkas

03/03/2013
Μέσα στη σκέψη μου, δυό κόσμοι ζούνε,
τους έχω ζήσει και τους δυό, τους έχω νιώσει,
ο ένας, εκείνος που βλέπουμε αν χαθούμε
ο άλλος άσχημος, που με λουλούδια έχουμε ντύσει.

Σ αυτόν που είναι τα λουλούδια, χρόνια ζω,
κάθε μου μέρα, ξημερώνει και πιο ΄λίγη΄,
οι ώρες ίδιες, κι όμως μικραίνουν, ότι δω,
ότι αξίζει, ο νους, μέσα στο όνειρο το κρύβει.

Χρώματα έχει, όμως αν δεις με προσοχή,
κάτω από αυτά, πέτρες και σάπια φύλλα,
όντα απλησίαστα, όλο ειρωνεία, υπεροχή,
κούφιοι κορμοί, σωροί από κλαδιά και ξύλα.

Τα αστέρια λάμπουν, ψηλά στον ουρανό,
σε μένα μοιάζουν, σαν ναι ζωγραφισμένα,
ποτάμια, θάλασσες, βουνά κι όμως, κενό,
πίσω απ αυτά, νιώθω σαν να ναι ψέμα.

Όσα η ψυχή είδε, εκείνα πάντα αναζητώ,
μα δεν μιλώ για αυτά, όλοι βλέπω τρομάζουν,
κανείς δεν θέλει, να μάθει αλήθεια, τί ΄κοιτώ΄,
κι έτσι τα αφήνω, στη σιωπή τους, να ησυχάζουν.

Ounkas

02/03/2013
Κουράστηκε ο νους να γυρνά και να ψάχνει,
η σκόνη ξεπέρασε κάθε όριο κι αντοχή,
πόνεσε η θάλασσα και κύματα φτιάχνει,
και βάρκα πάνω της, έγινε η ψυχή.

Δυό δρόμοι μπροστά μου, σε ποιόν να βαδίσω,
ουλές θα ανοίγουν, πληγές που πονούν,
τη δύναμη απόψε από που να ζητήσω,
θηρία τα θέλω μου, που τόσο πεινούν.

Δε θέλω να γίνω, ποτάμι που πνίγει,
όσους κοντά μου, νιώθουν ζωντανοί,
μα αισθάνομαι φλόγα και αγέρας να σμίγει,
να γίνονται αγάπη, για τα πάντα ικανή.

Μα ούτε και θέλω, να δω πεθαίνει,
το όνειρο που έγινε, μια γλυκιά αγκαλιά,
το ξέρω εδώ θα ζει και θα μείνει,
μα θα ΄χουν σωπάσει, της γης τα πουλιά.

Δυό πρόσωπα απόψε, κοιτάζεις θλιμμένα,
γιατί απ τους δρόμους, το δικός τους γκρεμίζουν,
στο άστρο τους όνειρα, θα δεις κρεμασμένα,
για πάντα μαζί, δυό ψυχές θα γυρίζουν.

Ounkas

28/02/2013
Καλοκαίρι σε λίγο θα ΄ρθει, μα δε βλέπω,
στην αυλή μου το χιόνι, να λιώνει ακόμα,
τα παιδιά μες τους δρόμους κοιτάζω και τρέχω
στο γρασίδι πατούν και εγώ μες το χώμα.

Τα παράθυρα ανοίγουν και λουλούδια προβάλουν,
στο δικό μου όμως κήπο, είναι όλα ξερά,
η ζέστη όλους κάνει, τα παλτά τους να βγάλουν,
το κορμί μου παγώνει κι άλλα ρούχα φορά.

Τοίχους βάφουν με χρώματα και ωραίες εικόνες,
τα παντζούρια μου γκρίζα και το ξύλο φθαρμένο,
στα σοκάκια σταμάτησαν, τις βροχής οι σταγόνες,
μα στη πόρτα μου μένει, το κλειδί σκουριασμένο.

Καλοκαίρι έχει φτάσει, φέρνει γέλιο κι ελπίδα,
πρόσωπα που ευτυχία, περπατούν και σκορπούν,
σαν να ζω σ άλλο κόσμο, μέσα στη καταιγίδα,
τους φωνάζω και ξέρω, τώρα πως δεν μ ακούν.

Ounkas
25/02/2013


Μια λέξη μόνο, σαν κλωστή που καρτερά,
κάποιος να κόψει ή ολόκληρη να αφήσει,
σαν ένα αγρίμι, που με δόντια κοφτερά,
θα επιτεθεί ή απ την άλλη θα γυρίσει.

Μια λέξη μόνο, σαν του σπιτιού ένα σκαλί,
που περιμένει, πάνω του να πατήσουν,
όπως τα χείλη, που προσμένουν το φιλί,
μα στέκουν μόνα, σφαλιστά, δεν θα μιλήσουν.

Μια λέξη μόνο, σαν το νερό που πάει να τρέξει,
για να μουσκέψει, το χώμα το ξερό,
στην ερημιά, όμως κανείς δεν θα πιστέψει,
πως λίγο αν σκάψεις, θα βρεις να πιείς νερό.

Αυτή η λέξη, πόσο αργεί να ειπωθεί,
θα δώσει τέλος στο πόνο ή θα γεννήσει,
νέες πληγές και η ζωή θα φοβηθεί,
δεν θα μπορεί, την λέξη να νικήσει.

Μα η φωνή, δες, συνεχίζει να σιωπά,
στα βλέφαρα, μόνιμο δάκρυ, κρεμασμένο,
αυτή η σιγή, χείμαρρος λύπης που σκορπά,
διαλύει τα ίχνη της χαράς, σαν ανασαίνω.

Ounkas
23/02/2013


Πνίγηκα, σ' ένα ποτάμι από σκέψεις,
τρέχουν αδιάκοπα, με οργή κυλούν,
ανακατεύουν θλίψη, χαρά, λέξεις,
λύσεις απόψε, θυμωμένα μου ζητούν.

Τα όνειρα μπρος μου, στέκουν λυπημένα,
πνοές γυρεύουν, γρήγορα να βρω,
δύο αγγελούδια, με κοιτάζουν πικραμένα,
αδιέξοδα όλα, πώς από ΄δω να βγω?

Χάνεται ο χρόνος, φωνάζει να σωθεί,
οι ώρες κλαίνε, πάνω μου κρεμαστήκαν,
τα πάντα τρέμουν, να μην μου αρνηθεί,
ο νους τα όσα, άδικα δικαστήκαν.

Χάθηκα, στης θάλασσας μου τα βαθιά,
ρεύματα, απομεινάρια έχουνε σύρει,
σανίδες, άμμο, κατάρτια και κουπιά,
έχει θυμό, θέλει το σώμα να μου φθείρει.

Να σταματήσουν θα θελα, όλα εδώ,
να μην μιλούν, να μην μου λένε τί να κάνω,
από παιδί, την ησυχία έχω να δω,
μες τη ψυχή, λίγο να την γλυκάνω.

Πονούσα μέσα, στο ποτάμι το βαθύ,
τα χέρια έπαψαν, τ άγνωστο να παλεύουν,
κάνε ότι θες, χαρά μου, έχω χαθεί,
μέσα στο τίποτα, που τις πνοές ζηλεύουν.

Ounkas

22/02/2013
Πάντα αγαπούσα τη βροχή, τον ήχο, τις σταγόνες,
καθόμουν ώρες, τις κοιτούσα πως χορεύαν,
γλιστρούσαν πάνω στους δρόμους, σε κρυψώνες,
χωρούσαν πάντα και παντού και με μαγεύαν.

Κι ήρθε μια μέρα, που ενωθήκαν με τις στάλες,
δάκρυα απ τα μάτια και στην ψυχή, κυλήσαν,
γοργά κατέβηκαν, της καρδιάς τις σκάλες,
με την δροσιά τους, όλες τις φλόγες, σβήσαν.

Στα βάθη της, κάτι είδαν πως γεννιόταν,
στο πιο άγονο και σκοτεινό της γης κομμάτι,
ένα λουλούδι από βροχή και δάκρυ ποτιζόταν,
έμοιαζε απίστευτο, δεν ήταν απλά κάτι.

Καιρός περνούσε και οι δυό του έδιναν ζωή,
κι αυτό μεγάλωνε κι άπλωνε φως και χρώμα,
μα υπήρχαν μέρες, που απουσίαζε η βροχή,
το δάκρυ μόνο του, δεν έφτανε στο χώμα.

Κείνες τις μέρες, το λουλούδι μαραινόταν,
τοπίο άχρωμο, στη καρδιά, κανένα φως,
όμως σαν γύριζε η βροχή, ξαναγεννιόταν,
κι έλαμπε ήλιος, στο σκοτάδι μου, ζεστός.

Ounkas

20/02/2013