Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014


Ένα αστέρι, μες της νύχτας τις ρωγμές,
πάνω απ το σκούρο ουρανό μου ταξιδεύει,
σιγά πλησίασε και γλίστρησε μες τις ρωγμές,
που τ’ άδειο βλέμμα μου, μονάχο του αγναντεύει.

Από πού ήρθε? Ποιος να μπεις, το κάλεσε?
εδώ που όλα όσα ζούνε, δεν μιλάνε?
με ποιόν πελώριο πλανήτη, μάλωσε?
και χαμηλά τα μάτια του, όλο κοιτάνε?

Κι αναρωτιέμαι, γιατί εμένα, απ όλους διάλεξε,
κι όχι μια άλλη αυλή, που θα είχε φώτα?
γιατί δεν πέταξε για πιο ψηλά, μα άλλαξε
την ρότα του κι ήρθε εδώ, σε σβηστά φώτα?

Σκέψεις μονάχα, μπορώ να κάνω, να κοιτώ,
κι ότι θελήσει, να του δώσω, πριν να φύγει,
κι αν απορίες έχω, δεν θα το ρωτώ,
ξέρω από μένα, η καρδιά, εύκολα δεν ανοίγει..

Ένα αστέρι, μες την βραδιά επισκέφτηκε,
την γκρίζα εικόνα μου και στάθηκε για λίγο,
να ησυχάσει ήρθε, μα πιο πολύ μπερδεύτηκε,
μες το κενό και μες το σύννεφο που κρύβω..

Ounkas

08/06/2014


Στην άκρη σ’ άφησα, για δύο μέρες μόνο,
μα αρκετές, πάλι ήτανε για να χαθώ,
σ’ ένα τετράδιο ζω, ανασαίνω και ματώνω,
μα είπα για λίγο, μακριά του να βρεθώ.

Δειλά οι γραμμές του, με καλούσαν να αφήσω,
δύο – τρεις λέξεις, η βροχή να ησυχάσει,
όμως τη θλίψη, απ τα μάτια να κυλήσω,
με διέταξε κι έτοιμη είναι να σταλάξει..

Χρόνο δικό σου, δίνω τώρα για να αντέξεις,
τις ώρες κείνες που οι στάλες, σε πονάνε,
χωρίς να θέλω, ότι δεις να το πιστέψεις,
μα είναι αυτές, είναι οι στιγμές που σ αγαπάνε.

Κι αν ο βοριάς, παγώσει την καρδιά, εδώ μείνε,
να δεις τουλάχιστον στης ζωής μου την φυγή,
ναι, ήρθε εκεί κι είπα, «ανάσα μου, εσύ γίνε,
πριν με κλειδώσει η ζωή, σε μια πληγή» .

Γιατί το ξέρω, θα ξημερώσει και η φωνή,
πάλι θα λέει, πως άργησα και να γυρίσω,
εκεί στο γκρίζο, στης ψυχής μου την ποινή,
που φυλακίζει τα όνειρα μου, όσο θα ελπίζω…

Ounkas

03/06/2014


Σε αυτό που λες λευκό και μου το δείχνεις,
να ταξιδεύω θέλεις, μα εγώ δεν το αντικρίζω,
μου λες πως είναι το πιο όμορφο και ρίχνεις,
μέσα στο βλέμμα μου ματιές, που δεν θυμίζω,

τίποτα απ όσα καρτεράς, μα την αλήθεια
ψάχνω να βρω, ψάχνω τη ζέστη, μα είναι κρύο,
κι αυτή η λευκή πληγή, μέσα στα στήθια,
μες το σκοτάδι περιμένει, μια φωνή κι ένα αντίο.

Δεν λέω ψέματα πως λες, μα η ματιά μου,
αυτό που είδες μέσα της, που μου ‘χες πει,
είναι ο τρόμος, σαν έψαχνε για την στεριά της,
κείνη την έρημη, μέσα στη πίκρα μην χαθεί.

Ίσως όπως εσύ θωρείς, τα γύρω δεν τα βλέπω,
ίσως το πέπλο να είναι, που μου κρύβει τη χαρά,
γι’  αυτό ότι ήλιο λες, μακριά του πάντα τρέχω,
μη και μου κάψει τη ψυχή, ακόμα μια φορά.

Μα θα είναι όμορφο για σένα, εκεί να μείνεις,
εκεί που βλέπεις, ωραία χρώματα, πολλά,
μην λυπηθείς, που απόψε εδώ μόνη μ αφήνεις,
πάντοτε θα χω στην καρδιά μου, τα φιλιά,

‘κείνα που αλμύρα, σαν την ζήτησα, μου ‘στείλαν,
και μια αγκαλιά, που άλλη δεν έχει τρυφερή,
κι οι στιγμές μου, κάπου εδώ σε χαιρετήσαν,
μαζί σου μένουν οι σιωπές, η ζωή μην κουραστεί.

Ounkas

11/04/2014


Μέσα στο χρόνο, διέλυσε ο ήχος της φωνής,
θρύψαλα έγινε και πρέπει γρήγορα να διώξω,
εκείνα όλα τα κομμάτια μου, μιας ζωής κενής,
να τα μαζέψω, κι όπως είναι να τα σπρώξω,

στο κύμα αυτό, που ως το βράδυ θα είναι εδώ,
να τα διαλέξει κι όσα του αρέσουν, να κρατήσει,
όσα δε θέλει, να ταξιδέψουν μακριά να μην τα δω,
ξανά στην θάλασσας μου τα νερά, μην τα γυρίσει.

‘Άλλη φουρτούνα, δεν ξέρω πώς να την αντέξω,
κι ας έχω ρίζες, στης άμμου της τα βάθη,
είναι νωρίς για να ανατέλλω και να τρέξουν,
μα είναι αργά, για να κρυφτώ στα ίδια λάθη.

Μην αφεθείς, ψυχή βαθιά και με γκρεμίσεις,
από του βράχου την ακρούλα εδώ, κρατήσου,
οι ώρες πέρασαν, την μοίρα σου να την νικήσεις,
μα έχει ακόμα, άλλο λίγο, για θυμήσου..

Την αύρα αυτή, που σου χαρίζει ανάσες, πιάσε,
αγκάλιασε τούτο το γέλιο, που από σένα,
παίρνει πνοή, μέσα του, όσα έχεις πλέον στάξε,
λίγο απ το είναι σου, μην ξεχαστεί, με τα χαμένα..

Ounkas
07/04/2014



Στο ξέφωτο των δέντρων μια μορφή,
εκεί ψηλά, που δεν πατάνε ανθρώποι,
εκεί που ενώνεται, ο ουρανός με την κορφή,
εκεί που απλησίαστοι είναι οι τόποι.

Σαν να μην είναι εκεί άλλος κανείς,
μόνη λικνίζεται στου ανέμου το ρυθμό,
δέντρα για φίλους, έχει και γονείς,
κι ένα κρυφό μονοπάτι, είναι ο σταθμός.

Μια ιστορία για αυτήν, κάποιοι δημιουργήσαν,
μια ιστορία που φοβούνται και μακριά,
κάθε βήμα τους από εκεί, κρατήσαν,
τέλος κι αρχή, χωρίς να ακούνε ούτε πουλιά.

Μια ιστορία για μια καρδιά τόσο κενή,
για μια ψυχή, που δεν ξέρει να κλαίει,
καμιά τους λέξη όμως, δεν είναι αληθινή,
μα ότι δεν ξέρει ο κόσμος, πάντοτε το καίει.

Στο ξέφωτο της φυλλωσιάς, ένας καημός,
πονά, δακρύζει, πληγώνεται βουβά,
εκείνη ξέρει τι θα πει, βαθύς καημός,
πληγή έχει γίνει, τρέχουν οι στάλες της, κρυφά.

Ounkas

29/03/2014


Νομίζεις πως σημαίνεις κάτι και εσύ,
σ αυτό τον κόσμο που όλο βιάζεται και τρέχει,
κάτι μικρό, σαν την σκιά σε ένα νησί,
ή ένα δέντρο, μια ομπρέλα όταν βρέχει.

Ήτανε λάθος σου, ούτε καν σε γνωρίζουν,
κι εκείνοι που είπανε, πως πάντα θα είναι εδώ,
τι κι αν κοιτάζουν, ούτε σε ξεχωρίζουν,
μέσα στο πλήθος, που πάει δίχως μια οδό.

Τόσο μικρή, όπως το τίποτα που αφήνει,
μια ερημιά, μια παγωνιά κι ένα γιατί,
τόσο λεπτή, σαν την γραμμή που σβήνει,
κάτω απ τις σόλες, δεν μπορεί πια να πιαστεί.

Τόσο αόρατη, ίχνη το βήμα δεν χαράζει,
και διαφανής, σαν τον αέρα που αναπνέουν,
πάντοτε στέκεις και τους λες πως δεν πειράζει,
μα όλα τα βράδια σου, θλίψη και πόνο, πνέουν.

Δεν θα το πεις, δεν θα αφήσεις να περάσει,
απ της ψυχής, την ατελείωτη συννεφιά,
πήρες απόφαση πως η ζωή δεν θα γιορτάζει,
κι αντί κορδέλες, κρέμασες στα μαλλιά, φωτιά.

Ounkas

26/03/2014


Σπίθα, που δεν λέει να σβήσει,
να κάψει άλλο δεν έχει, μα μπορεί,
να μείνει εδώ, για αλλού μην ξεκινήσει,
να περιμένει δεν βαριέται, να χωρεί,

μες της ψυχής την ερημιά ένα φύλλο,
μια σχισμή, που σπίτι έκανε και ζει,
τα πάντα άφησε, μοιάζει καμένο ξύλο,
ότι κοιτάξεις, είναι σκόνη και σιγή.

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που καρτερείς,
κλαδί ξερό, δεν είναι εύκολο ν’ ανθίσει,
πηγή που στέρεψε, τόσο πολύ απορείς,
κυλούσε άφθονο νερό, όλους για να δροσίσει.

Τη σπίθα βλέπεις, μα είναι αργά πολύ,
η ορχήστρα γέμισε ιστούς από αράχνη,
χορδές δεν έχει πια το υπέροχο βιολί,
το πιάνο έκρυψε, τούτη εδώ την πάχνη.

Γιατί, δεν ξέρω, μένεις εδώ και όλο κοιτάς,
είμαι ένας ναύτης, με το σκαρί, βουλιάζω,
στην δύνη μου, δεν είναι ότι εσύ ζητάς,
μα εγώ κοντά σου, στην γαλήνη πλησιάζω.

Ounkas
24/03/2014



Εκεί που καίνε, μέρα νύχτα τα σπαρτά,
που η γη παρακαλά τον ουρανό να βρέξει,
εκεί που βράχοι, πέτρες και όροι είναι καυτά,
και ο αγέρας θέλει, γοργά μακριά να τρέξει,

σε ένα τοπίο που από λάθος κάποιος το περνά,
σ αυτό το τόπο, που ούτε δέντρα δεν φυτρώνουν,
ότι εδώ ζει, ο χρόνος πάντα, μόνο το γερνά,
κι αν πλησιάσει κάτι, οι φλόγες το πετρώνουν.

Στο μέρος τούτο, κανείς να ‘ρθει δε λαχταρά,
από μακριά, κάποιοι περίεργοι το θωρούνε
σαν πέφτει η νύχτα εδώ, το όνειρο φορά,
παλτό που οι άνθρωποι να το σηκώσουν δεν μπορούνε.

Κι όμως εδώ, ζω τόσα χρόνια καλυμμένη,
κλαδιά δεκάδες πάνω μου, όλα και μεγαλώνουν,
ήρθε ένα βράδυ η ψυχή, θλίψη λουσμένη,
μα όλα τούτα, δεν έδειξαν να μου θυμώνουν.

Σε μια μέρα, τείχη γύρω μου είχαν χτίσει,
κι αισθάνθηκα πως ήθελαν, μόνο να προστατέψουν,
το νου και τη καρδιά που τόσο είχε κυλήσει,
σε λόγια που ήταν ψεύτικα, τα λίγα να ληστέψουν.

Ounkas

20/03/2014


Δεν θα μάθω, το ποτάμι τούτο, που τραβά,
δεν μπόρεσα να δω, την ερημιά στο βλέμμα,
δεν τα κατάφεραν να ζουν, τα λόγια τα βουβά,
πάνω από εκείνα που ουρλιάζουν: «είναι ψέμα».

Δεν τόλμησα ν’ ανοίξω, τα βλέφαρα μου τα βαριά,
για να αντικρύσω της γαλήνης, το στενό το δρόμο,
σκαρφάλωσα για λίγο, στου δέντρου τα κλαριά,
μα τα αγκάθια τρύπησαν τα χέρια και ματώνω.

Δεν μίλησα για όσα λες, πως είναι αληθινά,
γιατί τα λόγια στέγνωσαν και ούτε που σε ξέρουν,
είναι καλύτερα στου χρόνου, τα κρύα δειλινά,
οι μοίρες μόνο σε εμέ, τις λύπες τους να φέρουν.

Νεράιδα κι αν προσπάθησε να αλλάξει την ροή,
του ποταμού που γκρέμισε τα τείχη και βουρκώνω,
δεν τα κατάφερε η φτωχή και τώρα όλο βοή,
κατρακυλά στο απέραντο σκοτάδι που βιώνω.

Όσες φορές κι αν κίνησα, το φως να αγκαλιάσω,
‘κεινο τραβιόταν μακριά στα στάλες να το καίνε,
κουράγιο πια δεν έμεινε, σε μια άκρη θα φωλιάσω,
να τριγυρίζω στις ρωγμές, του χρόνου που όλο κλαίνε.

Ounkas
17/03/2014



*
Αυτό το λουλούδι που γέρνει απαλά, μην κόψεις,
ελπίδα κι ανάσα, δροσιά από βοριά κάθε βράδυ,
κι αυτό το ρυάκι που κυλά σιγανά, μην διακόψεις,
παρέα μου κάνει ο ήχος του αυτός, στο σκοτάδι.

Αυτό το αστέρι που λάμπει ψηλά, μην το σβήσεις,
το δρόμο μου χάνω συχνά κι εκείνο τον βρίσκει,
γλυκιά η φωνή σου, προσπάθησε μην την στερήσεις,
από τις στιγμές μου, που λίγες μαζί σου έχω κρύψει.

Αυτή την αχτίδα του ήλιου, να μην την σκεπάσεις,
πολύ παγωνιά κάνει εδώ κι εκείνη την λιώνει,
κι από τη ψυχή τη μικρή, ποτέ μην αδειάσεις,
λεπτά που ανασαίνω μαζί σου, κι η πίκρα θυμώνει.

Κι αν δεις να δακρύζω, το δάκρυ να μην το σκουπίσεις,
χαρά είναι φως μου, που βρίσκεσαι δίπλα μου ακόμα,
κι αν δεις τη καρδιά μου θλιμμένη, εσύ να μην μιλήσεις,
δυό ανάσες πια ζούνε, εδώ στο γκρίζο μου σώμα.

Και να μην ξεχάσεις, πως ότι είχα, ήταν δικό σου,
σου το ‘δωσα κι έφερε αγάπη, που πάντα θα ζει,
στο ουράνιο τόξο που βγαίνει απ τον ουρανό σου,
εκεί θα αντικρίζεις το αύριο, της ψυχής το ‘μαζί΄.

Ounkas

14/03/2014



Το χθες που έλαμπε σαν ήλιος, τρεμοσβήνει,
πάλι την πόρτα σου χτυπούν, μικροί τυφώνες,
αυτή η ζωή, λίγο να νιώσεις, δεν σ αφήνει,
να ξεχαστείς απ της ψυχής σου τους αγώνες,

Πριν ήτανε στεριά, άμμος ξανθή, εκεί πατούσες,
μα η θάλασσα τη ζήλεψε κι έφερε τα νερά της,
όταν στεγνώσανε, βράχια μόνο κοιτούσες,
κι ας παρακάλες πολύ, να ‘σαι στην αγκαλιά της.

Το όνειρο σαν ξημέρωσε, όλο είχε αλλάξει,
δεν ήταν όραμα όμορφο, μα εφιάλτης μοιάζει,
μια ιστορία υπέροχη, μα για να σε πειράξει,
τη δύναμη σου μέτραγε, πληγές να δοκιμάζει.

Αν θα αντέχουν τη σιωπή, ψυχή, καρδιά και σώμα,
τα μάτια αν θα κλείνανε, δίχως να δουν αστέρι,
αντί για άνθη έστρωσε, αγκάθια ένα στρώμα,
και κλέβει όλη τη χαρά, την θλίψη για να φέρει.

Και πέρασε πολύ καιρός κι είδε πως το παλεύεις,
το κύμα το εκτίμησε κι αμέσως πίσω κάνει,
μα όσο λες σ’ ένα βουνό: «ποιόν στη ζωή ζηλεύεις?»
εκείνο θα σου απαντά: « να ‘χα κι εγώ, λιμάνι..»

Ounkas

10/03/2014


*
Στο απέραντο γαλάζιο των ματιών σου,
εκεί που η θάλασσα, εσένα συναντά,
στο κόκκινο το χρώμα των χειλιών σου,
εκεί να ‘ρθω κι ακόμα πιο κοντά.

Να πιώ αλμύρα, το κύμα να γητέψω,
στην αμμουδιά να περπατήσω την ψιλή,
μες τα σοκάκια της καρδιά σου ν αλητέψω,
και να ανέβω, μαζί σου ακόμα ένα σκαλί.

Στο όνειρο τις νύχτες μου, ζητάω,
ώρες να δώσει, ακόμα λίγο να βρεθώ,
μες τα υγρά, τα βλέφαρα σου να βουτάω,
και στην αλήθεια σου, ακόμα λίγο να χαθώ..

‘Κει να χωρέσω, στης ανάσας σου την νήσο,
να μην με βρει, για λίγο η λύπη, να κρυφτώ,
λίγες στιγμές να μείνω για να ζήσω,
μες την δροσιά σου και μετά ας ξεχαστώ..

Κι αν γίνεται, να αργήσει να ‘ρθει το σκοτάδι,
κι εσύ κραυγή, που περιμένεις να με πνίξεις,
πριν κείνος φύγει, μην με σπρώξεις στο πηγάδι,
μετά την πίκρα και τη φλόγα σου να ρίξεις..

Ounkas

06/03/2014


Ο χρόνος, αντίστροφα μετρά,
οι ώρες που έρχονται, γκρινιάζουν,
ιστός αράχνης, που γρήγορα κεντά,
γιατί τα θύματα, ξέρει πως πλησιάζουν..

Στέκει ασάλευτη στα σκοτεινά,
εκεί όλο μένει και τα μάτια της δεν κλείνει,
μια κίνηση της, κι όλα είναι κενά,
παγίδα γίνεται, τίποτα δεν αφήνει..

Ιστός που αχόρταγα, όλα τα διεκδικεί,
χωρίς οίκτο κανένα, χωρίς τύψεις,
η αράχνη μόνο, θέλει να τραφεί,
μην προσπαθήσεις, κάτι να της κρύψεις.

Μα αν καταφέρεις το ‘λίγο’ σου να ‘δεις’,
αν κατορθώσεις να ξεχωρίσεις, ότι αξίζει,
ίσως σε αφήσει, να φύγεις για να το βρεις,
αφού σε κάτι, σαν και εκείνη, δει να ελπίζεις.

Αράχνη ο χρόνος, που υφαίνει και σε μπλέκει,
σε έναν ιστό, που αρχή δεν έχει να ξηλώσεις,
μήτε και τέλος, μόνο απέναντι σου στέκει,
παρακαλώντας, μην έχεις τύχη .. και γλυτώσεις..

Ounkas

05/03/2014


Πίσω απ τις γρίλιες, κρύβονται οι φωνές,
αυτές που δεν γνωρίζεις πού ανήκουν,
σώματα και μορφές, απίστευτα κενές,
κι ανάσες που αντί να ζουν, σε πνίγουν..

Πίσω απ τα φώτα, χάνονται οι γραμμές,
του ορίζοντα κι όλη η ομορφιά που αξίζει,
τοίχοι που μείνανε, όρθιοι με ρωγμές,
φιγούρα που ξεχάστηκε κι όμως κάτι θυμίζει..

Πίσω απ του φάρους, κρύφτηκαν αμμουδιές,
ποτέ οι άνθρωποι, πάνω τους δεν πατήσαν,
άνθη που δεν μπορέσανε, να δώσουν ευωδιές,
μικρά παιδιά που τίποτα, ποτέ τους δεν ζητήσαν.

Πίσω από τα κύματα, καράβια δεν φανήκαν,
μα στο λιμάνι έμεινε, πλήθος να τα προσμένει,
αλήθεια κι όνειρο μαζί, απόψε πώς δεθήκαν??!
το βλέμμα άδειο, μόνο εκεί, τι πια να περιμένει?..

Πίσω απ τις στάλες, καπνός ψηλά ανεβαίνει,
μα η φωτιά δεν φαίνεται, κι ας μ έχει ακουμπήσει,
είναι η ψυχή τόσο μικρή, μα το καταλαβαίνει,
πως δεν της έμεινε πολύς, δρόμος για να διανύσει..

Ounkas

04/03/2014


Κι εκεί που νομίζεις. πως το φως θα ανάψει,
σαν μια σκιά, θα ακολουθήσει κάθε σκέψη,
λες κι ένα χέρι, ήρθε όλα να τα κάψει,
κι ούτε που πρόλαβες να πεις, έστω μια λέξη.

Κι εκεί που πίστεψες πως ο άνεμος θα διώξει,
τη σκόνη μέσα απ την ψυχή σου, θα διαλύσει,
ήρθε ένα όνειρο, απ την καρδιά να σπρώξει,
όσα της δίνουνε ζωή.. να της στερήσει...

Κι εκεί που άκουσες τις λέξεις να γλυκαίνουν,
ήρθε ένας ήχος, τα πάντα να σκεπάσει,
κι όσα προσπάθησαν να μείνουν, να ανασαίνουν,
να φύγουν με ύφος αυστηρό, τα έχει διατάξει.

Άλλο να καρτερείς, καλύτερα να το ξεχάσεις,
αυτός ο ήλιος, δεν υψώθηκε για σένα,
πάρε τις λίγες του στιγμές, να τις χορτάσεις,
και μείνε κάπου εκεί, μαζί με τα χαμένα.

Άλλο να το πιστεύει το μυαλό, σταμάτησε το,
αυτός ο δρόμος, άλλο δεν έχει παρακλάδι,
κι αυτό που ένιωσες, για πάντα αγκάλιασε το,
μα άφησε το, πριν βυθιστείς, μες το σκοτάδι..

Ounkas

23/02/2014


Πάλι ο άνεμος, τα φύλλα σκορπά στην αυλή,
ο χρόνος στενεύει και κλείνει την πόρτα,
φιγούρα που χάσαμε και ήτανε τόσο καλή,
αν θες απαντήσεις, βγες και το φεγγάρι, ρώτα.

Οι λέξεις μικρές κι αν είναι χιλιάδες, καμία
δεν ξέρει απόψε, μια πρόταση απλά να συντάξει,
σαν πέτρες σταμάτησαν, σε μια πυκνή καλάμιά,
μα αν με ρωτήσεις, θα πω ότι όλα είναι εντάξει.

Συνήθισα τόσο, να ζω στης σιωπής το ρυθμό,
ακόμα και εσύ που γνωρίζεις το ‘είναι’ τρομάζεις,
σαν τρένο που έμεινε χρόνια, σε κάποιο σταθμό,
μαζί μου επιμένεις, τη θλίψη να την δοκιμάζεις.

Μικρή η ψυχή, μα θέλει στιγμές σου να φτάσει,
να ζει στην ανάσα, που ήλιο πάντα χαρίζεις,
μικρή η καρδιά, μα πίσω ποτέ της δεν κάνει,
εδώ μένει ακόμα, να δει όσα ωραία κερδίζεις.

Πάλι ο αγέρας, κλαριά στην γη τα πετά,
οι ώρες κυλάνε κι εγώ περιμένω το γκρίζο,
μα μέσα στο βλέμμα σου, βαθιά βλέπω μια χαρακιά,
δική μου είναι όλη.. σε τούτο το σκούρο αρμενίζω..

Ounkas

20/02/2014


Βρήκα απόψε, ένα κομμάτι από χαρτί,
σε μια γωνιά, σε κάποιο δρόμο ξεχασμένο,
στο δίπλα σπίτι.. άκουγα είχαν γιορτή..
όμορφο ήτανε, με φώτα στολισμένο..

Κοίταξα λίγο, μα δεν το έψαχνε κανείς,
ούτε υπήρχαν γύρω του, άλλα κομμάτια,
δεν άκουσα, καμιά παράκληση φωνής,
ούτε και πρόσεξα, να το γυρεύουν μάτια..

Το σήκωσα, μες τα δυό χέρια μου, αργά,
όμως το βλέμμα, δεν μπορούσε να διακρίνει
τις λέξεις του κι έτσι το επέστρεψε γοργά,
στο ίδιο μέρος, η βροχή να το ξεπλύνει.

Βρήκα απόψε, μια πληγωμένη αγκαλιά,
σε ένα σοκάκι, καθισμένη όλο θρηνούσε,
γύρω της χόρευαν, πολλά μικρά φιλιά,
όμως κανένα τους, κείνη δεν ακουμπούσε.

Όσο την έβλεπα, στο στήθος μου καρφιά,
λες και εμένα είχαν πονέσει και χανόμουν,
ήταν η πιο, γκρίζα που είδα, συννεφιά,
απ τις σκιές που πάντα εκεί, περιπλανιόμουν.

Βρήκα απόψε, δάκρυ ακριβό του φεγγαριού,
μα αυτό το ήξερα, πολύ καλά από πάντα,
ερχόταν νύχτα, για να κρυφτεί στου πηγαδιού,
μέσα την άβυσσο και σε μια άηχη μπαλάντα.

Μην το ακούσει το τραγούδι και μπλεχτεί,
με εκείνη εκεί, την μελωδία που όλα κλαίει,
πριν καταλάβει, θα έχει εύκολα χαθεί,
κι σε κανέναν, λόγια πάλι δεν θα λέει..

Ounkas

17/02/2014


Τι κρύο κάνει, σε τούτη τη γωνιά,
μία ομίχλη, σκέπασε τις λέξεις,
πολύ δεν είναι το χιόνι, η παγωνιά,
σκληρά τα λόγια, ποια απ όλα να διαλέξεις?

Το φως ξεχάστηκε? ή δεν θέλει να δει,
το μέρος τούτο, που είναι άγριο τοπίο?
μακριά κρατιέται, η μέρα μην τη βρει,
γιατί δε θέλει, να λέει σε όλα ‘ αντίο’.

Θάλασσα φάρος, σανίδα και μια ελπίδα,
πέτρα, φωτιά, βροχή κι ένας γκρεμός,
σκιές που στέκουν πίσω απ την ασπίδα,
και καρτερούν, λύπες που μοιάζουν, ποταμός…

Τα περιστέρια, εκεί στα απέναντι κλαριά,
κανείς στο δρόμο αυτό, δεν πλησιάζει,
σαν ναυαγοί, ψάχνουν για νάβρουνε στεριά,
πέρα απ την θάλασσα, που όλους τους θυσιάζει.

Αν ήταν όνειρο, θα ’λεγα, το ξεχνάω,
απ του μυαλού μου τα στενά, θα το διαγράψω,
μα είναι κάτι, που πάντα μέσα μου περνάω,
και ξέρω πάλι, τα φτερά μου θα τα κάψω.

Ounkas

14/02/2014


Οι ήχοι χωρίς ύλη ταξιδεύουνε,
χωρίς τα χέρια να μπορούν ν’ αγγίξουν,
μα πιο πολύ απ όλα με μαγεύουνε,
κάθε στιγμή, τη δύναμη τους, θα μου δείξουν.

Χρώμα δεν έχουν κι όμως τους φαντάζομαι,
πιο ζωντανούς, απ’ όσα εγώ θυμάμαι,
άλλοτε στο άκουσμα τους, σκιάζομαι,
κι άλλοτε τους φωνάζω, ¨δεν φοβάμαι¨.

Μακριά τους να βρεθώ, τόσο το πάλεψα,
έσκισα τις σελίδες, μην τις βλέπω,
με πέπλο το μελάνι όλο κάλυψα
τις κλείδωσα και σ άλλο δώμα, τρέχω.

Σαν στάθηκα για λίγο ν ανασάνω,
λες και δεν έφυγα ποτέ, όλα εδώ..
με ένα κλαδί, στο χώμα σχέδια κάνω,
τις λέξεις ‘κει να τις χαράξω, μην χαθούν..

Ounkas 

11/02/2014



Στιγμές που γέμισαν αλμύρα, θα γινώ,
από το χθες να ανατείλω την αλήθεια,
για αυτό το δρόμο που είδα κάποτε, κινώ,
για όλα εκείνα, που δεν έγιναν συνήθεια.

Αυτά που τόλμησα, μαζί σου να ακουμπώ,
κείνα που έκαναν τη γη, να μην γυρίζει,
όνειρα που άφησα, τα πάντα για να μπω,
να ‘μαι με αυτά που η ανάσα σου, χαρίζει.

Στιγμές που άλλαξαν το μαύρο, σε μαβί
πνοές που έγιναν, στην θάλασσα, κοχύλια,
και μια φωνή, που όσα χρώματα λαδί,
τα άλλαξε, τα έκανε, φιλί πάνω στα χείλια.

Αυτά που αναγεννήθηκαν, μέσα από την στάχτη,
εκείνα που δεν ήξερα πως ζουν μέσα στο νου,
κάθε στιγμή με τρύπαγε, μες τη καρδιά αδράχτι,
κι ήξερες πως δεν μισώ, την αύρα του κενού.

Έτσι και τώρα να έφευγα, δεν θα με αδικούσε,
αυτή η ζωή που έδειξε, έστω λίγο απ το χρώμα,
μονάχα λέξεις λιγοστές, αυτό με συγκινούσε,
τις άλλες όλες έθαψα, πολύ βαθιά στο χώμα.

Ounkas

09/02/2014
Καλό χειμώνα σε όλους μας.
Σας ευχαριστώ.

Έκρυψες το δάκρυ σου, κάτω απ το σεντόνι,
το νου σου σκέψεις τόσες, έκαναν να πονά,
να ξημερώνει ήθελες, αλλά να μην νυχτώνει,
τη μέρα κάπως γέλαγες, τη λύπη να περνά.

Σαν κοίταγες τη θάλασσα, μαζί της είχες φύγει,
με μια βαρκούλα τόση δα, ποτέ δεν την φοβόσουν,
την άγγιζαν τα κύματα, σαν μάνα που τυλίγει,
στην αγκαλιά ένα μικρό, έτσι μόνο κοιμόσουν.

Και γύρναγες και έβρεχε, νεκρές στεριές γεννούσαν,
ένειρα μες το πράσινο κι έναν ήλιο να καίει,
όταν οι ώρες έφταναν, τη βάρκα σου γυρνούσαν,
εκεί που πέθαινες ξανά, στην γη που όλο κλαίει.

Φωτιά σταγόνες κόκκινες, κρύβεις πάλι απόψε,
ψυχή μου, κάνε υπομονή, στον άνεμο θα πάνε,
λίγο όμως να μείνουμε, την ερημιά σου διώξε,
κάνε πως θέλεις να ‘σαι εδώ, κάνε πως περπατάμε..

κι όταν όλοι θα φύγουνε, μόνες θα πορευθούμε,
κι όπου θελήσεις και μου πεις, κοντά σου θα βαδίσω,
ώρες που δεν ξεχάσανε να λένε θα χαθούμε,
μα τώρα εδώ ριζώνανε, σιωπή μην τους στερήσω.

Ounkas

06/02/2014