Δευτέρα 6 Μαΐου 2013


Μια αστραπή, πάνω μου έπεσε και ράγισα,
απ τα χέρια ως κρύσταλλο, που σιγά γλιστράει,
χίλια τα κομμάτια μου, να τα βρω όμως άργησα,
και η ψυχή όσα έχασε, αύριο θα μετράει.

Κάθε νέα απώλεια, τη δροσιά μου κλέβει,
κι όσες πέσουνε βροχές, οι στάλες θα καίνε,
τα ποτάμια που έτρεχαν, ο καιρός στερεύει,
και οι λέξεις παύουνε, ΄μείνε εδώ΄, να λένε.

Κι όσα μου δοθήκανε, με το σώμα κλείνω,
μέσα σε μια αγκαλιά, μην τα καταστρέψει,
ο χειμώνας που έρχεται, μόνα δεν τ' αφήνω,
είναι όσα αγάπησα, κι όσα έχω λατρέψει.

Φύλλα πέφτουνε ξερά, μέσα τους διαβάζω,
πως οι δέκα αναπνοές, μία έχουν γίνει,
με χαμόγελο γλυκό, χωρίς να διστάζω,
μες τη θάλασσα βουτώ, 'κει η πνοή να μείνει.

Γιατί αυτή ότι αγαπά, ποτέ της δε το διώχνει,
στο βυθό της τ' ακουμπά και τα προστατεύει,
κι αν ποτέ κανείς τα βρει, μακριά τον σπρώχνει,
τον βυθίζει, τον νικά, κι έπειτα ημερεύει.

Ounkas
16/02/2013

*
Πέταξα για λίγο, πάνω στα φτερά σου,
να δω από ψηλά, πως φαίνεται η γη,
κι έζησα στιγμές, μες τα όνειρα σου,
για να δω το φως , πού σε οδηγεί.

Έμεινα για ώρες, μέσα στη ματιά σου,
και δεν δάκρυσα, ούτε μια φορά,
ένιωσα δροσιά, μες την αγκαλιά σου,
κι είδα πόση αγάπη, μέσα εκεί χωρά.

Ένωσα τη θάλασσα, με τα κύματα σου,
κι άκουσα ξανά, της βροχής τον ήχο,
δίπλα βάδισα, απ' τα βήματα σου,
και τραγούδησα, της καρδιάς το στίχο.

Στην άμμο περπάτησα, χωρίς να με κάψει,
και για φυλαχτό, κράτησα ένα νεύμα,
με τ' άστρα σου χόρεψα, ώσπου να χαράξει,
κύλισα στην τσέπη σου, όπως ένα κέρμα.

Στη δροσιά σου στάθηκα, λίγο να ανασάνω,
και τις στάλες μάζεψα, για να μην διψάσω,
φόρεσα χαμόγελο, για να μην πικράνω,
της καρδιάς το γέλιο σου, να μην προσπεράσω.

Ounkas
11/02/2013


Ζυγώνει πάλι, το σκοτάδι σαν άτυπη μορφή,
κι εγώ διπλώνω το κορμί να μην με φτάσει,
τρέχω, σκαρφαλώνω, στην πιο ψηλή κορφή,
μ' αυτή με κυνηγά, ξέρω δεν θα με χάσει.

Μοιάζει με θύελλα, μα γύρω δεν φυσά,
μοιάζει σαν το θεριό, με νύχια μαζεμένα,
όποτε με άγγιξε, μου 'κλεψε τα μισά,
απ όσα υπήρχαν στη ψυχή, αγαπημένα.

Παλιά μου γνώριμη, σχεδόν από παιδί,
ξεκίνησε σαν το κρυφτό, ένα παιχνίδι,
στο δέντρο εγώ κι εκείνη στο κλαδί,
κάτι ωραίο γύρευα κι εκείνη ένα στολίδι.

Καθώς εγώ μεγάλωνα, αυτή μ' ακολουθούσε,
δεν ήθελα να 'χω πολλά, τα λίγα με μαγεύαν,
τα πάντα είχε η μορφή, μα συνεχώς ζητούσε,
τα σπάνια, τα σιωπηλά, που στη ψυχή, χορεύαν.

Τότε κυνήγι άρχιζε και θύμωνα μαζί της,
πότε νικούσε κι έπαιρνε, όσα είχα μαζέψει,
φορές όμως υπήρχανε,μες τη κλέφτρα ζωής της,
που εγώ γινόμουν το θεριό, τίποτα μην ληστέψει.

Έχουμε φτάσει ως εδώ κι ακόμα πολεμάμε,
μα καταφέραμε κι οι δυό, κανείς να μην γνωρίσει,
όσες πληγές ανοίγουμε και πόσο μας πονάνε,
ούτε κι η κάθε μάχη μας, πόσο πολύ στοιχίζει...

Ounkas
08/02/2013

*
Πριν σωπάσει η φωνή μου,
να μου πω, πως δεν έφταιξες,
για την γκρίζα μορφή μου,
εσύ χρώμα της έκλεψες,

με γαλάζιο την πότισες,
τ' ουρανού σου κομμάτια,
της ψυχής σου της δώρισες,
τ' ακριβά της παλάτια.

Πριν τα χείλη σφαλίσουν,
να σου πω, πως δεν χόρτασα,
και ζητώ να γυρίσουν,
οι στιγμές που δεν πρόφτασα,

ν' ανασάνω του αγέρα σου,
της δροσιάς του, τις στάλες,
την αυγή της ημέρας σου,
της βροχής σου, ψιχάλες.

Πριν το σώμα αποδράσει
και χαθεί στην σκιά του,
να σου πω, θα μοιράσει,
όσα έχει αγκαλιά του,

κι αφού όσα γνωρίζει,
είναι εσύ, που του στάθηκες,
τη ψυχή του χαρίζει,
και λυπάται αν κουράστηκες,

πάντα την αγαπούσες,
κι αν ποτέ σου, τη μάλωνες,
πιο πολύ την ζητούσες
και μαζί της, μεγάλωνες.

Ounkas
07/02/2013

Βήμα μισό, μα ακίνητο έχει μείνει,
μέρες και νύχτες, κάτι περιμένει,
μια εντολή, που ο νους δεν δίνει,
να ζει στην άκρη, η ψυχή πάλι μαθαίνει.

Κάθεται εκεί, αν κινηθεί θα πέσει,
μες το κενό που ο χρόνος σταματά,
στέκει ξανά, στης διαδρομής τη μέση,
με το μυαλό, ιστό αόρατο να κεντά.

Δεν την νοιάζει, χωρίς δίχτυ να βαδίσει,
μα κάτι ασάλευτη, πίσω την κρατάει,
ξέρω τί είναι, ψάχνει να νικήσει,
έναν εχθρό, που ύπουλα την κοιτάει.

Νήμα λεπτό, μοιάζει, αλλά δεν σπάει,
και τόσο εύθραυστο, άνεμος θα το κόψει,
πάλι η ανάσα, ρωτάει που να πάει,
και ο νους τα πάντα, θέλει να τα διώξει.

Δεν μ ενδιαφέρει, το σώμα αν λυγίσει,
μέσα του κρύβει, όσα εκείνο αγαπά,
μαζί του θα' ναι, ότι και ν αποφασίσει,
σαν μια σκιά, που ελπίδα πάντα θα σκορπά.

Κορμί μισό, που ταλαντεύεται και γέρνει,
είναι σκληρό, τούτο 'δω το παιχνίδι,
στο ένα πόδι, την ομορφιά του σέρνει,
στο άλλο το σάπιο, της ζωής σανίδι...

Ounkas
06/02/2013

Μια χρονιά ακόμα, μες την συννεφιά κλεισμένη,
σαν ταινία περνούν τα πάντα από μπρος μου,
χίλιες σκέψεις εδώ, η χαρά μου κλεμμένη,
κι όσα λίγα εγώ ζήτησα, δεν τα έλαβα, φως μου.

Έναν απολογισμό απόψε, κάνω σ όσα χάθηκαν,
και δυό γλάστρες μου κοιτάζω, αδειανές,
τα λουλούδια που είχαν, όλα τους μαράθηκαν,
μόνο χώματα έμειναν, είναι τώρα κενές.

Κι όμως κάτι άγγιξε, τις βουβές μου μέρες,
και στιγμές με κέρασε, χρώμα απ' την αυγή,
έτρεχαν οι λύπες μου, πιο γρήγορα από σφαίρες,
σαν ερχόταν πλάι μου, σώπαινε η κραυγή.

Γέμιζε με άνεμο, την άπνοια της ψυχής μου,
και ποτάμια με νερό, δρόσιζαν τις φλόγες,
φεύγανε τα σύννεφα, της χλωμής ζωής μου,
στ' ανοικτά ταξίδευαν, οι ανάσες σαν πιρόγες.

Γιόρταζαν τα δάκρια, στέρευαν για λίγο,
στέγνωναν στα μάγουλα, όταν τ ακουμπούσε,
τώρα μες τη σκέψη μου, τη μορφή του πνίγω,
στα δεκάδες κύματα, μαζί μου που κοιτούσε.

Ounkas
05/02/2013

*
Πάμε σαν άλλοτε, σαν τότε που οι ώρες
μοιάζαν να έχουν αγκαλιά, ότι αγαπάμε,
δρόμοι, βουνά, θάλασσες σαν δυό χώρες,
ενώνονταν, μαζί τα πάντα να περνάμε.

Πάμε σαν άλλοτε, οι δυό σαν ένα υπήρχαν,
και ο ουρανός, μες τη στεριά χανόταν,
πίσω ζητώ, αυτά που οι καρδιές μας είχαν,
τα θέλω έλεγε η ψυχή μας, δε φοβόταν.

Σαν τότε πάμε, στ ανοιχτά χωρίς πανιά,
με βάρκα τόση δα μικρή, αλλά γλιστρούσε,
σε ήλιο, άνεμο, βροχή και καταχνιά,
εύκολα ή δύσκολα, τα πάντα αυτή νικούσε.

Χώμα κι ανθός, διαβάτες τα ζηλέψαν,
το ένα απ τ' άλλο, ποτέ δε χωριζόταν,
ψηλές κορφές, τ' απέραντο αγναντεύαν,
αγέρας ήσυχος, απ τα κλαδιά κρατιόταν.

Σαν πρώτα έλα, πάμε ξανά ν' αγγίξουμε,
το χιόνι εκείνο, που όνειρα κεντούσε,
όπως και τότε, αναμμένο να κρατήσουμε,
το τζάκι πλάι μας, που τις στιγμές μετρούσε.

Ounkas
05/02/2013

Μια γέρικη φιγούρα, κάθε μέρα αντικρίζω,
σιωπηλή να κοιτάζει, του αγέρα το άδειο,
ώρες κάθεται μόνη, με τη σκέψη μου ελπίζω,
να βρω τί είναι αυτό, που της κλέβει κουράγιο

Όσος κόσμος βαδίζει, δίπλα της δεν κινείται,
λες τα μάτια της βλέπουν, κάτι μοναδικό,
που ακόμα κι αν ψάξετε, τίποτα δεν θα βρείτε,
γιατί μοιάζει για εκείνη, να είναι το ιδανικό.

Φιγούρα σαν σκίτσο, που ασάλευτη μένει,
στιγμές ατελείωτες, να θυμίζουν αιώνες,
λες και μες το κενό, που θωρεί, ανασταίνει,
εικόνες δικές της, της ψυχής της θαμώνες.

Κανείς δεν ακούει, τη φωνή της δεν ξέρει,
στο άγνωστο κάνει, ταξίδια σιωπής,
και αν τη ρωτήσεις, ποιά είναι, τί θέλει,
ποτέ δεν κοιτάζει, μα ακούει ότι πεις.

Μονάχα όταν βρέχει, γυρίζει το βλέμμα,
κανένα δε βλέπει, μόνο τον ουρανό,
τα μάτια λες και μιλούν μ' ένα νεύμα,
σ αυτό που αντικρίζει, ψηλά στο κενό.

Η βροχή σταματά κι η φιγούρα γυρίζει,
στο ίδιο σημείο, να κοιτά μακριά,
σαν να 'ρθε απ αλλού, αυτό μου θυμίζει,
κι αυτή η ζωή μας, να μην την χωρά.

Ounkas
04/02/2013