Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Μικρό μου ταξίδι, σ αγάπησα τόσο,
βαθιά στη καρδιά, σε έχω κρυμμένο,
ο νους μου δε ξέρει, το πώς, μα το πόσο,
θα σ έχει εκεί μέσα, μυστικό φυλαγμένο.

Μικρή μου αγκαλιά, της ψυχής χελιδόνι,
φτερά πάντα ανοίγεις, μέσα να μπω,
να κουρνιάσω εκεί, καθώς θα νυχτώνει,
στη θλίψη μου ανάσα, τη νύχτα να βρω.

Μικρέ μου θυμέ, της ερήμου αγέρας,
με καίνε οι σκέψεις κι οι λέξεις πετούν,
δεν φταις ουρανέ μου,στο φως της ημέρας,
το άστρο μου χάνεται, τα θέλω σιωπούν..

Μικρό μου αγρίμι, που τόσα ζητούσες,
πανύψηλα δέντρα, το δρόμο σου κλείνουν,
τα όσα ονειρεύτηκες, τα όσα αγαπούσες,
στα σύννεφα ανέβηκαν, βροχή να σου δίνουν.

Ounkas
01/05/2013


Αυτά που δεν μπορούν να δουν τα μάτια, ξεχνάμε,
όσα κινούνται και μιλούν, τα λέμε ζωντανά,
τότε γιατί για τα αόρατα, για τις σιωπές λυπάμαι?
για ποταμούς που δεν κυλούν, για δάκρυα στεγνά?

Της σκιάς μου τον μανδύα, τολμώ να σέρνω,
μέσα στο πλήθος κι ας με κοιτούν με απορία,
στο χώμα, να κουραστώ, τον στρώνω κι εκεί γέρνω,
αναζητώντας του μυαλού, την σιωπηλή πορεία.

Αυτά που αισθάνονται οι ψυχές, κλειδώνουμε,
σ ένα χρυσό κουτί, απ τη καρδιά μην στάξουν,
κι όσα η σκέψη νοσταλγεί, τα απομονώνουμε,
μην τύχει και την ‘άψογη’ ζωή μας, την αλλάξουν.

Της σιωπής μου την ανάσα, αφήνω ν ακουστεί,
μα για κάποιους, άγνωστος ο ήχος και τρομάζουν,
δεν το θέλησε ο νους τους, τ ακριβά να μοιραστεί,
κι ότι ήσυχο κι αθόρυβο, τα βράδια το δικάζουν.

Εκείνα που σε δρόμο άλλο μας πηγαίνουν, δένουμε,
άλλη γραμμή απ αυτή που ο κόσμος χάραξε, φοβούνται,
μα δεν σημαίνει πως ζωή είναι, εδώ πάντα να μένουμε,
μα να γυρεύουμε κι όσα απ τη ψυχή, ζητούνται.

Ounkas

14/04/2013
Αν μπορούσα, με μια αναπνοή ν αλλάξω,
τις σκούρες ώρες, της ψυχής το άδειο,
απ όσα καίνε, την καρδιά να απαλλάξω,
να βρω τη δύναμη, να αγγίξω το κουράγιο.

Θα έμοιαζε όαση, δροσιά θα ‘χε, νερό,
ο ήλιος θα ‘φτανε, τον ουρανό μου πάλι,
ξέρω να πάω πιο μακριά, δεν το μπορώ,
μα είναι τόσες οι φωνές, που φέρνουν ζάλη.

Σε ένα δώμα, έχει το ΄είναι΄, κλειδωθεί,
κάποιοι του έχτισαν, τα δυό παράθυρά του,
λέξεις που λένε στη ζωή να κρατηθεί,
αλλά χωρίς κανείς, να ζει τα όνειρα του. 

Ποιος ο σοφός, που τα όρια ζωγραφίζει?
με συρματόπλεγμα, την ευτυχία κυκλώνει?
κανόνες θέτει και φωνάζει πως γνωρίζει,
τι θέλει ο νους, κι αν δεν ακούς πολύ θυμώνει?

Μα η καρδιά, ήλιο, βροχή κι αγέρα,
φως, αγκαλιά και θάλασσα γυρεύει,
ποιος ο σοφός, που δεν βλέπει πιο πέρα?
και δεν θυμάται, τη ψυχή μας τι μαγεύει??!!

Ounkas
12/04/2013
Ότι κοιτάζω, με ψέμα φαντάζει,
σκόρπιες φιγούρες, βαδίζουν γοργά,
το βλέμμα δραπέτης, να βρει δοκιμάζει,
μια αλήθεια που κάπου, γεννιέται αργά.

Ότι ακούω, είναι λόγια που τρέμουν,
οι λέξεις μισές, καμιά τους δεν ξέρω,
στίχους της κάνω,στο νου μου να φέρνουν,
τις λύσεις να βρω, ίσως τα καταφέρω.

Ότι διαβάζω, της ζωής παραμύθι,
εικόνες με χρώμα, πολλές οι σελίδες,
κανένα του κείμενο, όμως δεν πείθει,
πως κάθε αυγή, θα ζουν οι ελπίδες.

Το ότι ανασαίνω, σημαίνει υπάρχω,
χωρίς ν αγωνίζομαι, για όσα ζητώ,
μια άδεια ζωή, μπορώ μόνο να χω,
με βλέμμα κενό, τον ήλιο κοιτώ.

Και όσα δεν τόλμησα, γίνανε ποταμός,
η ψυχή κολυμπά, μα οι στεριές δεν ζυγώνουν,
ακυβέρνητος μοιάζει, που τρέχει συρμός,
και οι ράγες του ουλές, το κορμί που ματώνουν..

Ounkas

10/04/2013
Θες να σου πω, γιατί η βροχή κυλά στα μάτια,
γιατί ο χρόνος, τις πληγές όλες δεν κλείνει,
γιατί χιλιάδες, γίνονται οι μέρες μου, κομμάτια,
γιατί τα λίγα που αγαπώ, η ζωή δε δίνει.

Θες να σου πω, γιατί ο ήλιος μου, δεν βγαίνει,
γιατί οι ώρες, έρχονται και το χαμόγελο σκορπούν,
γιατί η ψυχή μου, φως μου, δεν χορταίνει,
να μένει αμίλητη, όταν οι άλλοι την ρωτούν.

Θες να σου πω, μέσα απ τη συννεφιά, πώς βλέπω,
πώς τέτοια μπόρα, δεν μουσκεύει το κορμί,
γιατί όσα πρέπει, στη ζωή μου ανατρέπω,
γιατί ποτέ, στου πλήθους δε βαδίζω τη γραμμή.

Ζητάς να μάθεις, απ όσα υπάρχουν, τι αξίζει,
κι απ όσα θα ρθουν, για πόσα θα χαρώ,
γιατί τα άνθη μου, ένας βοριάς θερίζει,
γιατί να ζήσω, ευτυχισμένη δεν μπορώ.

Ζητάς να ακούσεις, τη φωνή που ψιθυρίζει,
κι όσες σκέψεις, φέρνουν λύπη στη καρδιά,
γιατί η ανάσα, νιώθεις σαν να φτερουγίζει,
και στα όνειρα μου, μόνο γελούνε τα παιδιά.

Θες να σου πω, γιατί η φωνή μου έχει σωπάσει,
κι όσα ο νους μου, σχεδιάζει στην βροχή,
αυτά που θέλησε η καρδιά μου να μοιράσει,
γιατί τα κλείσανε, ξανά μες τη ψυχή...

Ounkas

04/04/2013
Αν μπορούσα, με μια αναπνοή ν αλλάξω,
τις σκούρες ώρες, τις ψυχής το άδειο,
απ όσα καίνε, την καρδιά να απαλλάξω,
να βρω τη δύναμη, να αγγίξω το κουράγιο.

Θα έμοιαζε όαση, δροσιά θα ‘χε, νερό,
ο ήλιος θα ‘φτανε, τον ουρανό μου πάλι,
ξέρω να πάω πιο μακριά, δεν το μπορώ,
μα είναι τόσες οι φωνές, που φέρνουν ζάλη.

Σε ένα δώμα, έχει το ΄είναι΄, κλειδωθεί,
κάποιοι του έχτισαν, τα δυό παράθυρά του,
λέξεις που λένε στη ζωή να κρατηθεί,
αλλά χωρίς κανείς, να ζει τα όνειρα του.

Ποιος ο σοφός, που τα όρια ζωγραφίζει?
με συρματόπλεγμα, την ευτυχία κυκλώνει?
κανόνες θέτει και φωνάζει πως γνωρίζει,
τι θέλει ο νους, κι αν δεν ακούς πολύ θυμώνει?

Μα η καρδιά, ήλιο, βροχή κι αγέρα,
φως, αγκαλιά και θάλασσα γυρεύει,
ποιος ο σοφός, που δεν βλέπει πιο πέρα?
και δεν θυμάται, τι ψυχή μας τι μαγεύει??!!

Ounkas

01/04/2013
Πάνω μου μια σκόνη, σαν άμμο έχει καθίσει,
γκρίζα είμαι ολόκληρη, πώς να την ξεπλύνω?
θε να μπει στο νου μου και να τον μεθύσει,
να τον κλείσει μέσα της κι άβουλη να γίνω.

Πάνω μου η πίκρα, σαν σκιά κεντάει,
δίχτυ να μην φύγω, μην αναζητώ,
όσα χάνω απόψε, η ψυχή ζητάει,
κάτι αν θα σώσω, θα ‘ναι αρκετό.

Πάνω μου η αλμύρα, σαν καρφί τρυπάει,
του κορμιού τη σάρκα, δεν θα λυπηθεί,
η καρδιά που τόλμαγε, πάντα να ρωτάει,
τώρα είναι αμίλητη, σαν να χει χαθεί.

Έχτισαν τα βότσαλα, φορεσιά στο σώμα,
βάλθηκαν απόψε, κάστρο να γινώ !!
πόσο χρόνο έχω, να παλέψω ακόμα,
δεν γνωρίζω μάτια μου, μα πολύ πονώ.

Έρχεται ένα κύμα, πάνω μου θα πέσει,
ότι οι πέτρες έφτιαξαν, κείνο θα το σπάσει,
δεν θα φυλαχτώ, θα σταθώ στη μέση,
όλος ο θυμός του, πάνω μου να στάξει…

Ounkas

29/03/2013
Ήρθαν πάλι!! Εδώ τριγυρίζουν, βουβές,
ανάσες ν ακούω μονάχα να ξέρω,
πως δεν με ξεχάσανε, μα είναι ακριβές,
στοιχίζουν πολλά, τις μορφές τους να φέρω!

Καλύτερα έτσι!! Γνωρίζω πως μοιάζουν,
για χρόνια τις έβλεπα, τις ξέρω καλά,
στα πρώτα λεπτά, τη ψυχή σου νοικιάζουν,
και υπόσχονται όνειρα, να φέρουν πολλά.

Κλέφτες στιγμών!! Ζουν για να παίρνουν,
στάλα τη στάλα, της καρδιάς της δροσιά,
στο τέλος ακούς, τις ελπίδες που σέρνουν
στους δρόμους, μην γίνουν, της ζωής φορεσιά!

Πόλεμος είναι!! Μα και εμένα γνωρίζουν,
το αχνό μου χαμόγελο, που και εσύ έχεις δει,
όλα τα πήραν, μ αυτό δεν το ορίζουν,
γυρνούν κι όλο μάχονται κι αυτό να χαθεί.

Πέτρα γίνομαι!! Και σαν μορφές τσακίζονται
αόρατες, για αυτό έγιναν μόνο αναπνοές,
το μισό χαμόγελο, θέλουν μα φυλακίζονται,
μες της αβύσσου μου, τις πνιχτές χροιές.

Ounkas

28/03/2013
Σ ένα κομμάτι ουρανού, το βλέμμα ρίχνω,
να ταξιδέψει το αφήνω, ν αρμενίσει,
στο νου, που τόσα διεκδικεί, απόψε δείχνω,
πως η γαλήνη σαν θα ‘ρθει θα ηρεμήσει.

Και του υπόσχομαι, μια νύχτα δίχως δάκρυ,
απρόθυμα έρχεται το σώμα και η καρδιά,
ξέρει στο δώμα, θα κλειστεί σε κάποια άκρη,
και θα προσμένει, να περάσει η βραδιά.

Πριν τα παράθυρα σφαλίσω και ξαπλώσω,
πάλι θα ψάχνω την ψυχή να μαζευτεί,
γαντζώθηκε ξανά εκεί, κι αν τη μαλώσω,
μακριά θα φύγει και κάπου θα κρυφτεί.

''Ψυχή μου έλα, αύριο πάλι θα σ αφήσω,
να πας εκεί που η ηρεμία σ αγκαλιάζει,
μα δεν μπορώ, τα παραθύρια μου να κλείσω,
έξω μην μένεις, στην βροχή και στο χαλάζι.

Ψυχή μου έλα, σαν ξημερώσει εκεί θα τρέξεις,
σ ότι σου δίνει, ανάσες για να συνεχίζεις,
μα πρέπει εδώ, τώρα σε μένα να επιστρέψεις,
γιατί δε ζω, χωρίς εσένα, το γνωρίζεις’'.

Ήρθε και κάθισε, στο σκαλοπάτι.. σιγοκλαίει,
θα θελε τόσο, με την αγάπη να κοιμάται,
στην αγκαλιά μου την κρατώ, πάλι μου λέει,
για τις στιγμές που είναι εκεί και δεν λυπάται.

Κάθε φορά, πιο δύσκολο είναι να γυρίσει,
κλαίει στα χέρια μου.. και γέρνει κουρασμένη,
πόσο θα ήθελα, άλλη πια θλίψη μην γνωρίσει,
όμως θα ζει, μες τις σιωπές φυλακισμένη..

Ounkas
25/03/2013


Πήγα εκεί, που ο άνεμος σφυρίζει,
που η βροχή, πονά το σώμα, το κεντά,
πήγα εκεί, που το κύμα γυρίζει,
να παρασύρει, όσα άφησε κοντά.

Μέσα στη θύελλα, περπάτησα που ουρλιάζει,
για να τρομάξει, ότι την ακολουθεί,
ταξίδεψα, με το καράβι που βουλιάζει,
για να στοιχειώσει, όσους έχουν πληγωθεί.

Κολύμπησα, σ ‘ένα ποτάμι θυμωμένο,
που πνίγει ότι, βρεθεί στο πέρασμα του
και βάδισα, μέσα στο δάσος το καμένο,
που φυλακίζει, απ το διαβάτη τη σκιά του.

Στην καυτή άμμο της ερήμου, έζησα,
που η ανάσα της, τα μάτια μας τυφλώνει,
μέσα στην αγκαλιά της, πόσο άργησα,
και παραδόθηκα στον ήλιο που σκοτώνει.

Σε μια φιάλη, σε πάπυρο τυλίχτηκα,
στα απέραντα του ωκεανού να ταξιδέψω,
μακριά απ όλους, σ ένα σπίτι κλείστηκα,
ότι έχω σώσει απ τη ζωή, να προστατέψω.

Ounkas

22/03/2013
Τον άνεμο άσε ν αγγίξει τα μαλλιά σου,
άυλο που φέρνει παγωνιά η σε καίει,
τα χείλη σφάλισε, κλείδωσε τη μιλιά σου,
τη σκέψη άκου, τα πάντα εκείνη λέει.

Το βλέμμα άσε, το ταξίδι να οδηγήσει,
βουβό, μα ξέρει, πάντοτε τι ζητάει,
κάθε στιγμή του, ψάχνει για να χαρίσει,
όσα η ζωή, ποτέ της δεν κοιτάει.

Όσα δε λένε, οι λέξεις που σωπαίνουν,
είναι όσα ψάχνει η ψυχή να συνεχίσει,
όσα οι άνθρωποι πετούν, γιατί μικραίνουν,
αυτά χρειάζεται η καρδιά, για να ανθίσει.

Τη φλόγα άσε να θεριέψει, μη φοβάσαι,
μέσα σου υπάρχει για να κάψει όσα της δώσεις,
στάχτες μαζεύει, τα βράδια όταν κοιμάσαι,
και το πρωί σου χει λουλούδια για να στρώσεις.

Το χρόνο άσε να παλεύει για να δείξει,
πως είναι αυτός ο ισχυρός, πως θα νικήσει,
το σώμα είναι ικανός να το τυλίξει,
μα τη ψυχή σου δεν μπορεί να διεκδικήσει.

Ounkas

19/03/2013
Άφησα απόψε την καρδιά, να μου μιλήσει,
μετά από μέρες, στη σιωπή της βουτηγμένη,
της είχα πει, θ’ ακούσω ότι κι αν θελήσει,
σε χίλιες σκέψεις, όμως ήμουνα χαμένη.

Μα σήμερα, παράθυρα και πόρτες έκλεισα,
κι όλους τους ήχους, στο δωμάτιο κλειδώνω,
τη νύχτα αυτή, τ άστρα ψηλά δεν μέτρησα,
ούτε μια λέξη δεν θα πω, θα ακούω μόνο.

Βάδιζα μέσα στο δωμάτιο και στεκόμουν
για λίγο κι έπειτα, το βήμα ξεκινούσα,
μου ‘λεγε όσα ήδη γνώριζα, σκεφτόμουν,
μα και πολλά, ποτέ που δεν θα την ρωτούσα.

Μου μίλησε, για όσα χρόνια είχα θάψει
μέσα της, κι έλεγα, δεν θα τα ξαναδώ,
πόσο πολύ, ουρανέ, την είχα βλάψει,
πόσα απ αυτά, τώρα μπορώ να βρω?

Τότε κατάλαβα, πως η καρδιά αναπνέει,
τι κι αν δεν μοιάζει με εμάς? ζει και θυμάται,
στιγμές την νιώθουμε, σαν ποταμός να ρέει,
φοβάται, τρέμει, χαίρεται και λυπάται.

Ounkas
16/03/2013


Στη θάλασσα κάποτε, ο δρόμος οδηγούσε,
ένα κομμάτι του, με βότσαλα είχα χτίσει,
όποτε πήγαινα, ένα παιδί, κοιτούσε,
λες και μετρούσε απ το χθες, ότι είχα χτίσει,

Εκεί καθόμουν, στα ρηχά, πάνω στο βράχο,
που απ τα ουράνια, σαν να είχε πέσει,
κι όλο σκεφτόμουν, αύριο το κουράγιο θα ΄χω,
να χτίσω πάλι, όσα άφησα στη μέση?

Τώρα κοιτάζω από ψηλά και αντικρίζω,
ότι έφτιαχνα εδώ και χρόνια κι απορώ,
μοιάζει με πόλη, έχει και χρώματα και γκρίζο,
κι η πύλη της, βρίσκεται μέσα στο νερό.

Δεν είναι λάθος, είναι το μέρος που θα φτάσει,
κάθε ψυχή, που όλα θα τα χει μοιραστεί,
και θα περνά απ το νερό για να γιορτάσει,
τα πόσα έδωσε, χωρίς να κουραστεί.

Όσα κατάφερες, θα δεις πόσο αξίζουν
χρόνια μετά, από μακριά σαν τα κοιτάξεις,
τότε οι φωνές, σαν μελωδία θα ψιθυρίζουν,
‘ήταν σωστό, ότι γυαλίζει, να πετάξεις’.

Ounkas

15/03/2013
Τη λέξη ΄αδικο΄, τόσες φορές ψιθύρισα,
χωρίς να ξέρω, αν αυτή ήταν η αιτία,
κείνη αν έφταιγε, που την ψυχή πλημμύριζα,
κάθε στιγμή, που 'λειπε τόσο η παρουσία.

Στης θάλασσας την άκρη καθώς βάδιζα,
βρήκα μικρά, λεπτά, από γυαλί κομμάτια,
έμοιαζαν με φτωχή καρδιά που ράγιζα,
κάθε λεπτό κι έτρεχαν θρύψαλα στα μάτια.

Σε μια προσπάθεια, κάτι να σώσω, να ενώσω,
λίγο κατάφερα να βγω απ το σκοτάδι,
μα πάλι χάθηκα, γιατί δεν μπόρεσα να δώσω,
κάτι από κείνα, που μου 'κλέψαν σ ένα βράδυ.

Το πόση λύπη έχει η καρδιά, δεν βλέπει
κανείς, κι όμως τόσοι δίπλα μου βαδίζουν,
πνεύμα ανήσυχο, δεν υποτάσσεται σε ΄πρέπει΄,
οι σκέψεις πάντα, για όσα θέλω, θα ελπίζουν.

Γκρίζα τοπία, σαν πίνακες ξεθωριασμένοι,
αυτά χρειάζονται, κάτι απ χρώμα να τους δώσω,
ότι θαμπό, είναι σαν φάροι σκουριασμένοι,
που προσπαθώ, από τα κύματα να σώσω.

Ounkas
14/03/2013