Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Δεκάδες ρωγμές, στην καρδιά κατοικούν,
είναι λέξεις πολλές, που λόγο δεν κράτησαν,
που είπαν θα είναι εδώ συνέχεια, για να βρουν,
τα χνάρια στη φλόγα, που πάνω περπάτησαν.

Σκληρό το ταξίδι, με καμιά δεν θυμώνω,
πώς μπορώ άλλωστε, προσπάθησαν ν’ αγγίξουν,
το γιατί της ανάσας, που όλο ματώνω,
το απόλυτο τίποτα, με τα χέρια να πνίξουν.

Είναι αλλιώτικα όταν,  τα λόγια διηγούνται,
μία θάλασσα άγρια, που ότι υπάρχει, βυθίζει,
κι άλλο είναι να δεις, τις στιγμές να στερούνται,
της καρδιάς ένα χτύπο, ήχος που όλο ελπίζει.

Ο ουρανός σου απέραντος, ο δικός μου.. μια στάλα,
ο άνεμος σου χαμόγελο, ο δικός μου… όλο καίει,
η βροχή σου δροσιά, η δική μου.. ψιχάλα,
ο ήχος σου μελωδία, ο δικός .. όλο λέει..

Καλοκαίρι εκεί…  παλτό φορώ και κρυώνω..
γέλιο υπάρχει εκεί…  εδώ δάκρυα κυλούν..
εκεί γύρω ζωή…  πάντα εδώ μεγαλώνω…
πρόσωπα αγαπημένα…  εδώ σκιές μου μιλούν…

Ounkas

20/01/2015
Το δρομάκι στενό, μην το χάσεις προσέχεις,
να βαδίζεις επάνω του, όλοι γύρω φωνάζουν,
άργησες να το δεις και να βρεις πώς ν αντέχεις,
να ακούς άλλους ήχους, που τον κόσμο αλλάζουν.

Γιατί ο δρόμος μεγάλος, μπροστά τους απλώνει,
και νομίζουν πως έτσι κι ο δικός σου θα είναι,
μα εδώ το άδειο βήμα, ίσα που μεγαλώνει,
το δρομάκι γκρεμίζεται, μα ο νους λέει ‘μείνε’.

Σαν μαρτύριο μοιάζει, σε γραμμή να βαδίζεις,
που συνέχεια χάνεται κι έπειτα συνεχίζει,
κι εσύ ξέρεις τι θες κι εσύ κάπου ελπίζεις,
μα αυτή η πορεία, μόνο λύπη χαρίζει.

Πολλοί βλέπουν το πλήθος, που είναι τόσο μεγάλο,
κι έτσι κάπως πιστεύουν, ότι αυτό είναι σωστό,
όμως η ίδια η ζωή, μ έκανε να αμφιβάλω,
ίσως κάτι να καίει… κι ας μην είναι ζεστό.

Ounkas

16/01/2015
Μικρές ρωγμές ξεκίνησαν, σπασίματα στο πάγο,
μικρές χωρίς υπόσταση και κάποιοι προσπεράσαν,
δεν ήταν τόσο σοβαρό, που έχασα το κουράγιο,
μα εκείνοι τότε πίστεψαν, τα κύματα δαμάσαν.

Σχισμές που κάθε πρωινό, πλήθαιναν και θεριεύαν,
μα εκείνοι αλλού κοιτούσανε, δεν δίναν σημασία,
μεγάλα σχέδια τρανά,  στο νου τους ζωντανεύαν,
και ξέχναγαν πως στα ‘μικρά’, στα ‘ασήμαντα’, είναι η αξία.

Το άγνωστο χαράκωνε,  τη γη κι όλο γινόταν,
κάθε ρωγμή κι ένα θεριό, που άλλο απ το να γδέρνει
ότι στο διάβα του έβρισκε, γι αυτό μόνο νοιαζόταν,
πάντοτε είχε μια αφορμή, καταστροφή να φέρνει.

Ounkas

15/01/2015
Ήλιος που πάλι κι απόψε κρύφτηκε,
γράμμα της καρδιάς, βρήκαν οι σκιές,
από τα χέρια μου το πήραν, δεν ανοίχτηκε,
δεν πρόλαβα να δω, τι να με θες..

Μέσα στις φλόγες, γοργά το πέταξαν,
κι ήταν λες άκουγα, να ουρλιάζει,
με άγρια φωνή κι εμένα διέταξαν,
πλάι σου να μην ‘ρθω, καθώς βραδιάζει.

Μα εκεί, το μόνο μου λιμάνι,  ξαποσταίνω,
κι όταν δεν έχω άλλη ζωή, όταν με πνίγει,
το βλέμμα σε γυρεύει και ζεσταίνω,
το παγωμένο μονοπάτι, μπρος που ανοίγει..

Εκεί οι μέρες μου, έχουν λιγότερο σκοτάδι,
μια στιγμή ακόμα κι άλλη ζωή κερδίζω,
πονά λιγότερο μαζί σου, κάθε μου σημάδι,
και τις σκιές, πιο εύκολα τις συνηθίζω.

Μα εκείνες ξέρουν τα πάντα,  με τραβάνε,
σ ένα βυθό, που πιο βαθιά, νιώθω δε φτάνει,
όνειρα, εικόνες, μια εξήγηση ζητάνε,
τι να τους πω?... γκρέμισε η θλίψη το λιμάνι…

Ounkas

12/01/2015
Το αγκάθι τρυπά τη καρδιά και ματώνει,
κι η σταγόνα κυλά, στο ρυάκι που ανοίγει,
καταιγίδα ξεσπά κι όσο πάει δυναμώνει,
της ψυχής τις ανάσες, με βία τυλίγει.

Και οι λέξεις θυμώνουν, κάποιος να τις προσέξει,
μες τη κρύα βραδιά, που όλα γίνονται χώμα,
οι σκιές απειλούν, όπου να ναι θα φέξει,
το πρωί θα γιορτάζουν, πάνω σ άψυχο σώμα.

Με θηρίο μου μοιάζει, με πληγή που δεν κλείνει,
η ορμή της προστάζει, θάλασσα από πόνο,
χρόνια μες τη σιωπή, μα απόψε την λύνει,
μια φλόγα μου δίνει και το πάγο της λιώνω.

Είναι αυτή που χορεύει, μα δεν ξέρει το βήμα,
κι όλο παραπατάει, το ρυθμό ανιχνεύει,
πέφτει κάτω, χτυπά, μα είναι τόσο το πείσμα,
που σκοτάδι και πίκρα, τη ψυχή της ζηλεύει.

Ounkas

09/01/2015
Ανελέητα ο αγέρας σφυρίζει,
λες και κάτι πολύ τον φοβίζει,
μέσα του, συνέχεια βαθαίνει,
η πληγή που είναι χρόνια κρυμμένη.

Είναι εδώ με το βλέμμα χαμένο,
μες το κύμα το άγριο θαμμένο,
πριν η μέρα χαράξει θα ξέρει,
τι από ‘κεινο απόψε προσφέρει.

Ασημένιο φεγγάρι που αδειάζει,
το όνειρο του, ξανά δοκιμάζει,
μην το πάρει μαζί και το κάψει
είν το μόνο, που το έχει αλλάξει.

Ποταμός που μικρούς δρόμους γδέρνει,
κι όλο πέτρες στο διάβα του σέρνει,
τόσο βάρος, πώς να το σηκώσει?
θέλει απόψε, αυτό να τελειώσει.

Σαν βροχή, που οι στάλες της καίνε,
μα αλήθεια, πάντα του λένε,
σαν αγγίζουν το σώμα το κρύο,
νιώθεις ήρθαν, να πούμε αντίο…

Ounkas

07/01/2015
Ρούχο στενό και πώς να χωρέσει,
το είναι μέσα του, συνέχεια κινείται,
το βλέμμα τρομάζει, μα πώς να μπορέσει,
να νιώθει διαρκώς, τη ζωή πως μιμείται.

Ελεύθερη θέλει, στο χρόνο να μένει,
με πλαίσια γύρω της, μονάχα θρηνεί,
τη νύχτα όλο λύπη, πλάι μου γέρνει,
παράπονα κάνει, τρέμει η φωνή.

Να νιώσει γυρεύει, πνοή του ανέμου,
να αγγίξει όσα λένε, πως δεν γεννηθήκαν,
στις ράγες να τρέξει, βαγόνι ενός τρένου,
που μες το ταξίδι, με τα άλλα χαθήκαν.

Ψηλά να πετάξει, σ’ αετών τα λημέρια,
να ακούσει τα σύννεφα, που λένε μιλούν,
τα μάτια να λάμψουν, σαν δύο αστέρια,
κι ας κάποιοι μαζί της, το ξέρει γελούν…

Εκείνοι που κλείδωσαν, τη πόρτα μη φύγει,
που ‘θελαν να ξέρει, μόνο όσα της δείξαν,
ποτέ απ το γκρίζο της, δεν μπορεί να ξεφύγει,
μα τώρα γνωρίζει, πόσα ακόμα υπήρξαν..

Ounkas

05/01/2015
Στο λιμάνι μου, ο φάρος σβήνει,
θάλασσα που θυμώνει και βρυχάται,
πλοίο που για πάντα, πίσω του αφήνει,
όσα έχει ζήσει κι όλα όσα θυμάται.

Στο σκοτάδι πλέει, δεν γυρίζει πίσω,
όσο κι αν φωνάζω, ούτε με κοιτάζει,
ξέρει το αγαπώ και για αυτό δακρύζω,
πόνο άλλο δε θέλω, πια να δοκιμάζει.

Μακριά κυλάει, με πανιά σκισμένα,
πού θα το ξεβράσει ο άνεμος απόψε?
αν θα με κοιτάξεις, μάτια έχω θλιμμένα,
το πανί μου έλα, με μαχαίρι κόψε..

Δίπλα να γλιστρήσω, να μην είναι μόνο,
όπου αυτό πηγαίνει, να το ακολουθώ,
κι ας μην ξέρει που, ποιο βαδίζει δρόμο,
την στερνή πνοή μου, για εκείνο θα χαθώ.

Η βροχή ξεπλένει, το δάκρυ μου και πάλι,
μόνη φίλη , να πνιγώ, απόψε δεν μ αφήνει,
την ψυχή που ζει, χρόνια στ ακρογιάλι,
κύματα τη σέρνουν, μα εδώ θα μείνει,

κι ο βαθύς μου λήθαργος, με χορό θα μοιάζει,
μόνο εκείνη ξέρει, εδώ πως κατοικεί,
παγετώνας, συννεφιά, φλόγα και χαλάζι,
λίκνισμα της ερημιάς κι όλα είναι εκεί…

Ounkas

04/01/2015
Μικρό μου αηδόνι, σωπαίνει η φωνή σου,
πώς να σε γιατρέψω, ξανά να ακουστεί,
αυτοί που πονέσανε, τη μικρούλα ψυχή σου,
φυλακή γύρω σου, το κορμί έχει κλειστεί.

Πόση πίκρα μπορούν, άνθρωποι να μοιράζουν,
σ ότι βλέπουν πως είναι, σιωπηλό, ταπεινό,
ότι αδύναμο μοιάζει, το γελούν, το πειράζουν,
θεωρούν πως δεν είναι, σαν αυτούς, ζωντανό.

Και χτυπούν και ματώνουν κι όλο εκείνο κοιτάζει,
με απορία και θλίψη, και δεν ξέρει γιατί,
πώς μπορεί μια φωνή, τη σιωπή να δικάζει,
πώς μπορεί μια απουσία, να σκοτώνει?.. με τι??

Ακυρώνει η ανάσα, τη δική της πνοή,
που χιλιάδες στιγμές, έχει να διηγείται,
σαν ρυάκι δροσιάς, στη ψυχή μου η ζωή,
έρεε μα απόψε, με  τη βία αφαιρείται.

Το παλτό που φορά, δεν μπορώ να της βγάλω,
σαν βουνό που ριζώνει, σε λάθος τοπίο,
άνθρωποι το κοιτάζουν, μα εγώ αμφιβάλλω,
τις πληγές μου αν βλέπουν, η το βρίσκουν αστείο..

Ounkas

03/01/2015
Πόσο πιο βαθιά, στην άβυσσο να ρίξω,
την ματιά να ψάξει, κάπου να ακουμπήσει,
μήτε άμμο βλέπω και πού να στηρίξω,
τ’  όνειρο που αγκαλιά, κρατώ μην το βυθίσει?

Μόνο του ήρθε, κάθισε, δίπλα μου γελαστό,
κι από τότε τριγυρνά, πλάι μου και πονάει,
θάλασσα δεν σου ζητώ, κάπου να πιαστώ,
μόνο εκείνο να σωθεί, η ψυχή μου ζητάει.

Στα νερά σου τ’ άπατα, τα βαθιά σαλεύω,
και με σένα γίνομαι, ένα σαν βουρκώνεις,
δε με νοιάζει πάντοτε, που άγρια θα παλεύω,
στον αφρό σου στέκομαι, όταν ‘συ θυμώνεις.

Ούτε γύρεψα ξανά, από σένα χάρη,
μα ετούτη τη φορά, θα το δω.. πνιγμένο,
το όνειρο που λάτρεψα, της ζωής λυχνάρι,
να γλυτώσει άσε το, μη μένει δεμένο..

Μες τα δίχτυα του καημού, που εμάς κυκλώνει,
ήρθε μόνο να μου πει, πόσο μ αγαπάει,
έμεινε εδώ να δει, φως να με ζυγώνει,
μα ο ήλιος μακριά… από μένα πάει…

Ounkas

02/01/2015
Όλο νομίζω πως απόψε είναι το βράδυ,
που το φεγγάρι μες το δωμάτιο θα βρεθεί,
να διώξει κάπως, της καρδιάς μου το σκοτάδι,
μέσα στη λάμψη του, γρήγορα να παραδοθεί.

Όλο πιστεύω, πως το φως θα δυναμώσει,
θα καταφέρω, ν’ αντικρίσω την πληγή,
να την φροντίσω, πιο πολύ μην μεγαλώσει,
σαν ξημερώσει, η νέα ετούτη χαραυγή.

Μα ούτε σήμερα.. στο μονοπάτι το παλιό μου
γυρίζω…, βλέπω τα τείχη, στέκουν δυνατά,
η αχτίδα ψάχνει, μα δεν βρίσκει το στενό μου,
κι απομακρύνεται, δεν θα είναι εδώ κοντά.

Κάστρο υψώθηκε, να προστατέψει όσα κατέχω,
τα λίγα που άφησε, η θύελλα κι ο βοριάς,
το σώμα μου και τα υλικά, δεν τα προσέχω,
κομμάτια νου, να σώσω και καρδιάς…

Μια ανάσα μένει και λίγη λάσπη ακόμα,
κι είναι γερό, σαν πρώτα να υποδεχθεί,
ότι απ της ερημιάς, απέμεινε το χώμα,
το μόνο ίχνος μου.. φύλακες βάζω.. μην χαθεί..

Ounkas

02/01/2015
«Η ψυχή»

Πόσο παράξενο, μοιάζει στα αλήθεια,
η ψυχή ένα φτερό, μα απ το βάρος της γέρνει,
σώμα ολόκληρο που όλο ψάχνει βοήθεια,
σαν πονά και ματώνει, πόση πίκρα μου φέρνει?

Τι περίεργο είναι, όταν κάτι δε βλέπεις,
να σε κάνει να νιώθεις, μόνο αυτό αληθινό,
δεν μπορείς να το αγγίξεις, ούτε δίπλα του τρέχεις,
κι όμως ζει τη ζωή σου, κι είναι πιο ζωντανό.

Από σένα που κοίταξες, το αστέρι να σβήνει,
μα εκείνη το ένιωσε, πιο πολύ από κανένα,
ταξιδεύει στο σύννεφο, μα η κραυγή που αφήνει,
χαραγμένη γραμμή, στου βυθού το πυθμένα.

Παράξενη και υπέροχη, άυλη, δίχως χρώμα,
τόση δα, πως μπορεί?? να κινεί τα βουνά??
μυστικό που δεν διέρρευσε, κλειδωμένο ακόμα,
σε σεντούκι που θάφτηκε, τίποτα που γυρνά..

Δω και εκεί και γυρεύει, τη φωνή του να βρει,
τόση δα η ψυχή, κι απορεί και θυμώνει,
ποιός μέσα του κοίταξε, να την πείσει να βγει,
ποιός τη ρώτησε άραγε, τόσο τι την πληγώνει?

Ounkas

02/01/2015
Με βήμα αργό, σε δρόμο που αδειάζει,
κλεισμένες πόρτες και που να σταθώ?
μια νύχτα ακόμα, τη ψυχή δοκιμάζει,
στην άκρη του απείρου, ξανά θα βρεθώ.

Φωνές που σωπάσαν, κανέναν δε βλέπω,
παράθυρα σφάλισαν και τ’ άστρο ψηλά,
μην σβήσει κι αυτό, του λέω και τρέχω,
μα δεν προλαβαίνω… το δάκρυ κυλά…

 Ώρες κενές, τη βροχή μου θυμίζουν,
να πέφτει στους ώμους κι εγώ να κοιτώ,
τις στάλες στα φύλλα, που λες ψιθυρίζουν,
παλιές ιστορίες, να ακούσω, ρωτώ..

Σιωπή μόλις φτάνω, τα δέντρα θεριεύουν,
κλαδιά που υψώνονται, κανείς μην αγγίξει,
μα όταν περνώ, να με νιώσουν παλεύουν,
το μέσα μου που έχει, από λύπη ραγίσει..

Σαν το μυστικό, που φυλάς μην πονέσει,
αν κάποιος το άκουσε, δε ζει ματωμένο,
σαν μία ευχή, που στη γη  αν θα πέσει,
στάχτη θα γίνει, απ το χθες προδομένο.

Ounkas

02/01/2015
Σαν δανεικό ρούχο, πάνω μου ξεθωριάζει,
μέσα μου ότι είναι, δεν μπορώ να το αναστήσω,
ένα θηρίο, που κανείς δεν το δαμάζει,
ήσυχο.. μόνο εγώ μπορώ να το κρατήσω.

Μες τις στιγμές, πρόσωπα όλο αλλάζει,
την μια θυμώνει και φωνάζει πως πονά,
την άλλη βλέπει τον γκρεμό, μα δεν διστάζει,
μέσα να πέσει και ν’ αναρριχηθεί ξανά.

Άλλοτε παύει να μιλά κι εγκαταλείπει,
κάθε προσπάθεια τον ήλιο να γυρέψει,
κι όταν κουράζεται, βουλιάζει μες τη λύπη,
δεν βρίσκει κάτι αληθινό, για να πιστέψει.

Μικρό σου μοιάζει, μα θα τρομάξεις αν το νιώσεις,
κομμάτι μου είναι, αν το διαγράψω, θα χαθώ,
αν η πληγή αιμορραγήσει έλα να στρώσεις,
λευκό σεντόνι, πάνω του μόνη να απλωθώ.

Κι αν βρέξει, τρέξε, γιατί δεν θα σταματήσει,
θα πέσουν στάλες, όσες κατέχει ο ουρανός,
κάθε μου μπόρα, μπορεί τα πάντα να στερήσει,
απ τη ψυχή σου, να μείνει μόνο ο γκρεμός…

Ounkas
01/01/2015


Μια χαραμάδα κι ένα ίχνος ευωδιάς,
πέρασε απόψε στο δωμάτιο, με μαγεύει,
άμμο λευκή, της πιο γαλήνιας αμμουδιάς,
κάποιου τα βήματα, ‘φέραν κι αυτή χορεύει.

Άστρου το φως, μέσα σ αυτή τη καταχνιά,
ξεχώρισε, πάνω στο πέπλο που σκεπάζει,
την πιο θλιμμένη, της καρδιάς μου παγωνιά,
με ένα άγγιγμα,  την κάνει ήρεμη να μοιάζει.

Αχτίδα γέρνει, να ακουμπήσει το γιατί,
να το ζεστάνει, να βρει τις απαντήσεις,
κι η στάλα είδα, τι μπορεί να κάνει αυτή,
καθώς κυλά, λίγο απ φως της να αντλήσεις.

Ένας λυγμός, το σώμα αμέσως ξεσηκώνει,
κι αν ακουστεί, ποιος να τον αγκαλιάσει,
τρέμει η φωνή, δε ξέρει όμως να θυμώνει,
κρύβει στη φλόγα, ότι την κάνει να δειλιάσει.

Βράχος μεγάλος, λίγο ανεβαίνεις μα γλιστράς,
βήμα το βήμα, στις ρίζες του σε σπρώχνει,
ούτε στη σάρκα σου την ίδια δεν χωράς,
ψάχνεις το κάτι να πιαστείς, μ αυτό σε διώχνει.

Ounkas

01/01/2015
Καλή χρονιά σε όλους.

Και ξαφνικά, όλα αλλάζουν στη στιγμή,
κι εκεί που είπες, το χαμόγελο να φέρεις,
σβήνονται όσα καρτερείς με μια γραμμή,
και δεν γυρίζουν, όσα και να τους προσφέρεις.

Ξέρεις το μέρος, το έχεις δει από κοντά,
πάλεψες άγρια μαζί του κι έχεις χάσει,
κομμάτια άφησες στα νύχια του κι αυτά,
ήταν η αιτία της καρδιάς, να μην ξεχάσει.

Φωτιά σε τύλιξε και κυκλωμένη, ο θυμός,
σε είχε ζώσει, γιατί το δρόμο είχες διαλέξει,
τώρα γεμάτο μονοπάτι.. όπου δεις..  καημός,
κι όμως σε πόσα, είχες τόσο πιστέψει.

Αγώνας δύσκολος, σε ποταμό κατρακυλάς,
ελπίδες κόπηκαν στα δυό, ζωή δεν έχουν,
όνειρα που έπαψες, στο νου να κουβαλάς,
κι αυτά τρελάθηκαν, σαν τα αγρίμια τρέχουν.

Πέπλο που σκέπασε τα μάτια και έσβησαν,
έλαμπαν, φάροι αναμμένοι  και πεθαίνουν,
κορμιά που ξόδευαν κινήσεις, τώρα κέρωσαν,
σ ένα βουνό, που δεν τελειώνει, ανεβαίνουν…

Ounkas
01/01/2015

01:20 π.μ