Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012


Ένα βαρκάκι είχα μικρό, δεμένο στο μουράγιο,
παρηγοριά μου ήτανε, σε ώρες που χανόμουν,
πάνω του, μες τη θάλασσα, να βρω λίγο κουράγιο,
γλιστρούσα με τον άνεμο και εσένανε θυμόμουν.

Ξύλινο ήτανε λευκό, μ ένα πανί, μια στάλα,
κι όταν αγρίευε ο καιρός, είχε πείσμα! ινάτι !,
πάντοτε πίσω μ έφερνε, δεν έμοιαζε με τ άλλα,
που δεν είχανε δύναμη, είχε αυτό το ΄κάτι΄,

που το 'κανε να χει πυγμή, να μην τα παρατάει,
και τις φουρτούνες έβλεπε μικρές, δεν τις φοβόταν,
έμοιαζε κάθε του στιγμή κι άλλες ν αναζητάει,
κι ευθεία μες τα κύματα βουτούσε, δε κρατιόταν.

Το τέλος δεν στεκότανε, απλά να περιμένει,
ήταν μικρό μα σας θεριό, πάλευε σαν λιοντάρι,
ποτέ του δεν φαινότανε, τις μάχες να χορταίνει,
κι όταν γυρνούσε, όλο χαρά έλαμπε στο φεγγάρι.

Ένα βαρκάκι, είχα μικρό, μα τώρα δεν υπάρχει,
έγινε δάκρυ, ξέβαψε και το λευκό σαπίζει,
δεν το κατάπιε η θάλασσα, μήτε άλλη μια μάχη,
άνθρωποι το τσακίσανε κι άλλο πια δεν ελπίζει.

Να δει στεριές κι ωκεανούς, να φύγει, να γυρίσει,
να με γεμίσει με χαρά, μαζί να τραγουδάμε,
τώρα κατάλαβα καλά, το κύμα κι αν αφρίζει,
η θάλασσα είναι ήμερη, τον άνθρωπο φοβάμαι...

Ounkas
19/07/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου