Τσαλακωμένο
ένα χαρτί, στο δρόμο πεταμένο,
κυλούσε
πότε αριστερά, πότε δεξιά, χανόταν,
έμοιαζε
τόσο αδύναμο, και τόσο ξεχασμένο,
ο
άνεμος το έσερνε και ποιός θα το θυμόταν?
Κουλουριασμένο
ένα παιδί και τρομαγμένο βλέπει,
πως
η βροχή δεν σταματά, κανείς δε το βοηθάει,
τα
μάτια του στον ουρανό, στραμμένα πάντα έχει,
λες
και εκεί μόνο θα βρει, τη λύση που ζητάει.
Τείχος
που τον σχεδίασαν, μα ξέχασαν το χρώμα,
κάποιο
διαβάτη καρτερά, λίγο να τον προσέξει,
κανείς
το βλέμμα δε γυρνά, όλοι κοιτούν στο χώμα,
στέκει
εκεί κι αναζητά, κάτι για να πιστέψει.
Ταινία
που την άφησαν, μονάχη της να παίζει,
κι
όταν τελειώνει απ την αρχή, πάλι πίσω γυρίζει,
πάλι
και πάλι και ξανά, με τις σκηνές της πιέζει,
τους
λιγοστούς περαστικούς, κάποιος να 'ρθει ελπίζει.
Σπουργίτι
που δεν πέταξε, όταν ήρθε η ώρα,
το
αφήσαν έτσι στη φωλιά, κλαίει και όλο τρέμει,
να
πέταγα, να έφτανα, να το γιατρέψω τώρα,
να
μην λυπάται και πονά, μόνο του να μην μένει.
Ounkas
13/05/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου