Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Αγκάθι μικρό, αόρατο, συνέχεια τρυπά,
γυρίζει, ταξιδεύει, στο μέσα μου σαν φύλλο,
συμμάχησε με το βοριά, πώς με τρυπά,
και μετατρέπει τη ζωή, σε σάπιο ξύλο.

Προσπάθησα από βαθιά να το τραβήξω,
μια νύχτα απαλά, να μην ξυπνήσει,
σκέφτηκα έπειτα, τα άνθη να μαδήσω,
όλα εκείνα τα ξερά, που μ' έχουν πνίξει.

Μέσα στο χώμα, αμέσως να το θάψω,
πέτρες θα βάλω πάνω του, να μην φυτρώσει,
κι όσα δικά του, σε μια στιγμή θα κάψω,
να μην μπορέσει, κανέναν να στοιχειώσει.

Όμως ποτέ του δεν κοιμάται αληθινά,
με μία κίνηση, σαλεύει και ματώνω,
στο είναι μου, γαντζώνεται ξανά,
κι ότι είναι πλάι μου, πάντοτε πληγώνω.

Κι εκείνο χαίρεται, γιατί ξέρει καλά,
αργά η γρήγορα θα μείνουμε οι δύο μας,
κανείς δεν θέλω, να δει πια τα πολλά,
τα χίλια αγκάθια, που ζουν στην άβυσσο μας.

Ounkas
12/09/2013


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου