Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012


Κι ολοι μιλούσαν και γελούσαν στη γιορτή,
σε μια γωνιά, καθόμουν μόνη και κοιτούσα,
 κομμένη ανάσα κι απο βήμα πιο συρτή,
αργή και κουρασμένη, πάλι εσένανε ζητούσα.

Πλήθος, φωνές, φίλοι, γνωστοί, μια συντροφιά,
διψούσαν για να δουν, ν ακούσουν, να γνωρίσουν,
κι ενώ χαιρόμουν, μέσα μου, καμιά ομορφιά,
δεν μπόρεσαν οι λέξεις, στιγμή να μου χαρίσουν.

Μα κάπου εκεί που όλοι τους, είχανε σηκωθεί,
λίγο πριν κλείσουνε τα φώτα και χαθούμε,
μια παρουσία, είχε εκεί... δίπλα μου σταθεί,
σαν κάτι να 'θελε, εγώ κι εκείνη να βρεθούμε.

Μία γυναίκα, που είχε δει, χωρίς να ξέρει
καν τ όνομα μου, της ψυχής μου τα κρυφά,
είχε διαβάσει, όσα το βλεμμα μεταφέρει,
χωρίς να θέλω, κατευθείαν απ τη καρδιά!

Μου πε για μένα, να τα κρατώ, δεν πρέπει,
γιατί είναι χίλιες, οι ψυχές που καρτερούν,
ν αγγίξουν όσα, η ματιά μας δεν βλέπει,
αλλά οι πνοές μας, πανω τους για ζωές, φορούν.

Μ ένα καφέ κι ένα τσιγάρο, την θυμάμαι,
τώρα ξημέρωσε και στο μυαλό μου καθαρά,
είναι τα λόγια της, στη σκέψη μου γυρνάνε,
τα πιο σοφά κι αληθινά... πρώτη φορά...

Ounkas
07/08/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου