Παρασκευή 12 Απριλίου 2013


Ο λέξεις γέμισαν, ότι δεν βλέπεις με πληγές,
χιλιάδες στάλες που παλεύουν να με πνίξουν,
μέσα στα μάτια μου, γεννήθηκαν πηγές,
που τρέχουνε, νέα ποτάμια για ν ανοίξουν.

Κι όταν στερέψανε, έσκυψε πάνω η καρδιά,
να δει τί απέμεινε, ότι σπασμένο να μαζέψει,
κάποια κομμάτια, ριζωμένα ήταν βαθιά,
δεν είχε δύναμη, να βγουν, να την γιατρέψει.

Κάθε φορά, κάτι από εκείνη, μένει πίσω,
οι γρατζουνιές, γίνονται ουλές, αιμορραγούν,
πάντα συγνώμη, ξέρει πως θα της ζητήσω,
με συγχωρεί, μα τα όνειρα της, ναυαγούν.

Χάνομαι όμως, μες το βουβό λυγμό της,
δε λέει τίποτα, μα την ακούω πως θρηνεί,
κάθε ρωγμή καινούργια, ο χαμός της,
κάθε ανάσα της, φαντάζει μακρινή.

Τότε το βλέμμα, νύχια βγάζει και κρεμιέται,
σ ένα κενό, το πιο απροσπέλαστο, βαθύ,
μένει εκεί, κι από ένα τίποτα κρατιέται,
στο άπειρο του, ίσως μια μέρα, να χαθεί.

Πόση χαρά, να χω που πάντα τη τσακίζω?
κι αν προσπαθώ, τ αγκάθια της να σπάσω,
γεννιούνται νέα, την τρυπούν κι εγώ δακρύζω,
στον εαυτό μου θα κλειστώ και θα σωπάσω..

Ounkas
16/01/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου