Παρασκευή 12 Απριλίου 2013


Όλα αυτά τα γυαλιά που θες να πετάξω,
μην ζουν μέσα μου, μην με χαρακώνουν,
κι όσα ζω όμορφα, που θες να φυλάξω,
μάτια, που ότι κοιτάνε, βουρκώνουν,

σιγά τα κατάφερνα, λίγο να ελπίζω,
πως μες το σκοτάδι, γεννιέται το φως,
στη θάλασσα πέταγα, ότι αντικρίζω,
και πίστευα υπάρχει, για μένα ουρανός,

το γκρίζο, δεν σβήνεται κι ας μην έχει χρώμα,
μα έβαζα πάνω του, πινελιές θαλασσί,
τις ρίζες μου έμπηγα και πάλι στο χώμα,
να μοιάζει πως ζω, κι ας ήμουν μισή.

Προσπάθησα τόσο, για σένα ν αφήσω,
στην άκρη την θλίψη και την ερημιά,
το δάκρυ μου έκρυψα, τη φλόγα να σβήσω,
που τρέχει και καίει, ψυχή και καρδιά.

Μα όταν πλησίασα, με χαρά να σου δείξω,
τα πόσα κατάφερα, για σένα και μόνο,
δεν ήσουν εκεί, και πώς να κρατήσω,
μακριά μου το χείμαρρο που ρέει στο χρόνο?

Ξανά όπως άλλοτε, παράθυρα κλείνω,
τις πόρτες σφαλίζω και βάφω τον τοίχο,
αυτόν που για χρόνια, υψωμένο αφήνω,
και πάλι η λύπη, κυλά σ ένα στίχο...

Ounkas
16/01/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου