Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013


Το τρένο που κάποτε, μαζί του έτρεχες,
μέχρι να βγει απ το σταθμό, ακολουθούσες,
που με τα χέρια σου, έκανες πως έσπρωχνες,
κι όταν γυρνούσε, πάλι εκεί το συναντούσες,

μένει ακίνητο και δεν υπάρχουν επιβάτες,
στις ράγες φύτρωσαν αγκάθια και κλαδιά,
που μοιάζουν απ τον άνεμο, υπνοβάτες,
καθώς σαλεύουν, λες και κρατάνε τα κλειδιά.

Τζάμια μισά, κλειστά η και σπασμένα,
θυμίζουν όσους, χαιρετούσαν φεύγοντας,
με τα κορμιά τους, σχεδόν έξω, κρεμασμένα,
γελώντας, έλεγαν ΄αντίο΄, ή κλαίγοντας.

Τώρα σιωπή, εδώ κανείς δεν περπατά,
στην αποβάθρα, που με τον καιρό, γερνάει,
παιδιά μονάχα, για λίγο έρχονταν κλεφτά,
τρύπωναν κι έκαναν, πως κάπου θα τα πάει.

Σταματημένο εκεί, μπρος μου, δίχως επιβάτες,
μες την απόλυτη σιωπή, μες το σκοτάδι,
μόνη ζωή, λίγα κλαδιά, σαν τους διαβάτες,
κινούνται λες και του χαρίζουν, ένα χάδι...

Σ ένα παγκάκι, απέναντι του καθισμένη,
ένα ΄γιατί΄, γυρεύει ο νους να απαντήσει,
ότι γερνάει και μεγαλώνει, δεν πεθαίνει..
κι όμως εμείς, σε μια στιγμή, το 'χουμε σβήσει...

Ounkas

03/03/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου