Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Πήγα εκεί, που ο άνεμος σφυρίζει,
που η βροχή, πονά το σώμα, το κεντά,
πήγα εκεί, που το κύμα γυρίζει,
να παρασύρει, όσα άφησε κοντά.

Μέσα στη θύελλα, περπάτησα που ουρλιάζει,
για να τρομάξει, ότι την ακολουθεί,
ταξίδεψα, με το καράβι που βουλιάζει,
για να στοιχειώσει, όσους έχουν πληγωθεί.

Κολύμπησα, σ ‘ένα ποτάμι θυμωμένο,
που πνίγει ότι, βρεθεί στο πέρασμα του
και βάδισα, μέσα στο δάσος το καμένο,
που φυλακίζει, απ το διαβάτη τη σκιά του.

Στην καυτή άμμο της ερήμου, έζησα,
που η ανάσα της, τα μάτια μας τυφλώνει,
μέσα στην αγκαλιά της, πόσο άργησα,
και παραδόθηκα στον ήλιο που σκοτώνει.

Σε μια φιάλη, σε πάπυρο τυλίχτηκα,
στα απέραντα του ωκεανού να ταξιδέψω,
μακριά απ όλους, σ ένα σπίτι κλείστηκα,
ότι έχω σώσει απ τη ζωή, να προστατέψω.

Ounkas

22/03/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου