Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Έκλεισα πίσω μου, την πόρτα σιγανά,
βάδισα μες το σπίτι κι άφησα απ τα χέρια,
όσα είχα προλάβει, να σώσω τα στερνά,
του καραβιού μου, λίγα απομεινάρια αστέρια.

Άστρα που έφεγγαν, μα δεν βλέπαν πολλοί,
μα αυτό το φως τους, εμένα με οδηγούσε,
καιροί παράξενοι, τόσο αλλόκοτοι, θολοί,
κι ο χρόνος πάντοτε, στιγμές μου κυνηγούσε.

Μες τις παλάμες μου, κομμάτια καρφωμένα,
που με ματώνουν, αλλά δεν με πονούν,
σίδερα εδώ και εκεί, γύρω μου, πεταμένα,
που όμως κάτι άλλο, σύντομα θα γινούν.

Όνειρο που έβγαλε, νύχια να πολεμήσει,
δεν είχε ύλη, μα ήξερε να διεκδικεί,
πριν το κατάρτι μου, πέσει και το λυγίσει,
θα πάλευε για όσα και όποιον το αδικεί.

Κι όμως μακριά, δεν έτρεξε να γλυτώσει,
έμεινε εκεί, χωρίς να τρέμει, να φοβάται,
ποιός το περίμενε, πως σαν ο πόλεμος τελειώσει,
και εγώ κι αυτό, κάτι απ τη μάχη, θα θυμάται.

Ounkas

30/05/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου