Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Μια λέξη μόνο, μα μοιάζει θυμωμένο νερό,
εικόνα αν ήταν, θα ήταν άγρια φωτιά,
δεν θα την πεις, μέσα της όλη εγώ χωρώ,
μα όταν την νιώθεις, βγαίνει μες τα μάτια.

Θα ήταν βράχος, σε ένα απόμερο τοπίο,
φλόγα που πέφτει, τον ουρανό να σκίζει,
ερειπωμένο απ τη ζωή, κρυφό μαντείο,
ένα δρεπάνι, που όποιο στάχυ βρει, θερίζει.

Δίσκος παλαιός, που ο χρόνος σκέπασε με σκόνη,
πόλη που οι άνθρωποι, άφησαν πίσω, ξεχασμένη,
ρίζα ενός δέντρου, που έξω απ το χώμα λιώνει,
μορφή που χάθηκε, σέρνει το σώμα υπνωτισμένη.

Σκοτάδι που άπλωσε, στον ήλιο τα φτερά του,
αυτή η λέξη, ότι αγγίζει, το ματώνει,
κραυγή του κόσμου, που λαλεί την συμφορά του,
δρόμος που είδε, το κορμί του να τελειώνει.

Γράμματα επτά κι όμως παντού τρυπώνει,
ιστός που έπλεξε, πριν χρόνια την παγίδα,
πάντα αόρατος, μα ότι νιώσει το σκοτώνει,
σπασμένη γέρνω, απ τα κύματα, πυξίδα.

Ounkas
17/05/2013


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου