Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

*
Ένα βότσαλο, ήρθε στα πόδια σου και στάθηκε,
το ‘φερε η θάλασσα και τ’ άφησε στην άμμο,
λίγο θαμπό, λίγο σπασμένο, μα δεν χάθηκε,
εκεί το ακούμπησε, στην αμμουδιά σου, πάνω.

Πώς το μπορεί, τόσο μικρό να ταξιδέψει,
και να τα βάλει, με την άγρια την οργή της,
εδώ το άφησε, κάτι από σένα να γυρέψει?
να το προσέξεις? ν ακούσεις την αναπνοή της?

Σε είδα, στα χέρια σου σιγά να το σηκώνεις,
και να το κλείνεις στην παλάμη σου, για ώρα,
σε κοίταξα κι είδα άμμο πάνω του να απλώνεις,
και το φυλούσες, σαν να ήταν μυστικό σου τώρα.

Την άκρη έψαξες, του ορίζοντα να βρεις,
τα μάτια σου, κάτι κοιτάνε, μα δεν βλέπω,
αν το μυαλό σου το έφτιαξε κι απορείς,
το αόρατο με το ορατό, κι εγώ το μπλέκω.

Βάδισες πάνω, στην παραλία σου, αργά,
μ αυτό το βότσαλο, πάντοτε διπλωμένο,
μέσα στα χέρια σου και ξάφνου, ξαστεριά,
έγινε απότομα και τώρα, τα όνειρο προσμένω.

Ounkas
12/08/2013


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου