Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014


Δεν θα μάθω, το ποτάμι τούτο, που τραβά,
δεν μπόρεσα να δω, την ερημιά στο βλέμμα,
δεν τα κατάφεραν να ζουν, τα λόγια τα βουβά,
πάνω από εκείνα που ουρλιάζουν: «είναι ψέμα».

Δεν τόλμησα ν’ ανοίξω, τα βλέφαρα μου τα βαριά,
για να αντικρύσω της γαλήνης, το στενό το δρόμο,
σκαρφάλωσα για λίγο, στου δέντρου τα κλαριά,
μα τα αγκάθια τρύπησαν τα χέρια και ματώνω.

Δεν μίλησα για όσα λες, πως είναι αληθινά,
γιατί τα λόγια στέγνωσαν και ούτε που σε ξέρουν,
είναι καλύτερα στου χρόνου, τα κρύα δειλινά,
οι μοίρες μόνο σε εμέ, τις λύπες τους να φέρουν.

Νεράιδα κι αν προσπάθησε να αλλάξει την ροή,
του ποταμού που γκρέμισε τα τείχη και βουρκώνω,
δεν τα κατάφερε η φτωχή και τώρα όλο βοή,
κατρακυλά στο απέραντο σκοτάδι που βιώνω.

Όσες φορές κι αν κίνησα, το φως να αγκαλιάσω,
‘κεινο τραβιόταν μακριά στα στάλες να το καίνε,
κουράγιο πια δεν έμεινε, σε μια άκρη θα φωλιάσω,
να τριγυρίζω στις ρωγμές, του χρόνου που όλο κλαίνε.

Ounkas
17/03/2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου