Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016



Σαν τη βροχή, που πέφτει ασταμάτητα,
πνίγηκε η ψυχή, απόψε απ τις στάλες,
ως τα κρυφά, τα μέρη της τ’ απάτητα,
ως τις ψηλές, του κάστρου της, τις σκάλες.

Όλα πλημμύρισαν, οι δρόμοι όπου βάδιζα,
τις νύχτες όταν, ο ουρανός δεν έχει αστέρια,
χάθηκαν όσα στη καρδιά μου, χάριζα,
μακριά μου πέταξαν., τα άσπρα περιστέρια.

Σαν άγριος άνεμος, που κλείδωσε το στόχο,
η μπόρα ήρθε και διεκδίκησε ότι είχα,
πάλεψα τόσο, από κείνον να γλυτώσω,
μα άφησε πίσω του, μόνο βροχή και πίκρα.

Δεμένη έτσι, μ αλυσίδες και μικρή,
του φεγγαριού λίγο το φως, προσμένει,
την ανεμώνη, θ αναστήσει την νεκρή,
κείνη που μες την άμμο, είναι θαμμένη.

Της υποσχέθηκα, μαζί της θα πλαγιάζω,
στα δυό μου χέρια, θα την κλείνω μην χαθεί,
κι αν με το κύμα, μετρηθώ, δε θα δειλιάσω,
ας πάρει εμένα, αρκεί εκείνη να σωθεί.

Ounkas
04/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου